ἰατροσοφιστής
From LSJ
English (LSJ)
ἰατροσοφιστοῦ, ὁ, professor of medicine, Dam. ap. Suid. s.v. Γέσιος.
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, ein Arzneigelehrter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτροσοφιστής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, Ἐπιφάν. (τ. 1. σ. 627Β, κτλ.), παρ᾿ ᾧ ἀπαντᾷ καὶ τὸ ἐπίθ. ἰατροσοφοστική, (δηλ. τέχνη), τ. 1. σ. 709C.
Greek Monolingual
ἰατροσοφιστής, ὁ (ΑΜ)
ο σοφός σχετικά με την ιατρική, σοφός γιατρός
αρχ.
αυτός που ασκεί την ιατρική με μαγικά μέσα και μαντεύματα.