resistencia: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀντίτασις]], [[ἀνθολκή]], [[διαβολή]], [[δυσπάθεια]], [[ἀντέρεισις]], [[ἀντιτύπησις]], [[ἔνστασις]], [[ἀντιτυπής]], [[ἐναντίωμα]], [[ἀκοπίαστος]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἀντίπτωσις]], [[ | |sltx=[[ἀντίτασις]], [[ἀνθολκή]], [[διαβολή]], [[δυσπάθεια]], [[ἀντέρεισις]], [[ἀντιτύπησις]], [[ἔνστασις]], [[ἀντιτυπής]], [[ἐναντίωμα]], [[ἀκοπίαστος]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἀντίπτωσις]], [[τὸ ἀντιβατικόν]], [[ἀτασθαλία]], [[δυσένδοτος]], [[ἀντίπραξις]], [[ἀντιτυπία]], [[ἀντιστηριγμός]], [[ἀντίβασις]], [[ἄρτημα]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:29, 26 August 2022
Spanish > Greek
ἀντίτασις, ἀνθολκή, διαβολή, δυσπάθεια, ἀντέρεισις, ἀντιτύπησις, ἔνστασις, ἀντιτυπής, ἐναντίωμα, ἀκοπίαστος, ἀντίκρουσις, ἀντίπτωσις, τὸ ἀντιβατικόν, ἀτασθαλία, δυσένδοτος, ἀντίπραξις, ἀντιτυπία, ἀντιστηριγμός, ἀντίβασις, ἄρτημα