ἀντίπτωσις
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A opposition, resistance, Hp.Decent.3 (pl.).
II Gramm., interchange of cases, Priscian. Inst.17.155, Sch.Ar.V.135.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Decent.3]
1 oposición, resistencia χαλεποὶ πρὸς τὰς ἀντιπτώσιας Hp.l.c.
2 gram. cambio o sustitución de casos Ἰαπετιονίδῃ· ἀντίπτωσίς ἐστιν. ἔδει γὰρ εἰπεῖν Ἰαπετωνίδου Sch.Hes.Th.528, cf. Tz.Ex.p.85, Sch.Ar.V.135, Seru.4.416.15, 4.498.18, Priscian.Inst.17.155, Sch.Th.1.6.
German (Pape)
[Seite 260] ἡ, Gegenfall, bei den Gramm. Setzung eines Casus anstatt eines anderen.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίπτωσις: εως ἡ грам. антиптосис, употребление одного падежа вместо другого.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπτωσις: -εως, ἡ, τὸ πίπτειν ἐναντίον τινός, ἀντίστασις, Ἱππ. 22. 48. ΙΙ. παρὰ γραμμ., ἐναλλαγὴ πτώσεων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 140.
Greek Monolingual
ἀντίπτωσις, η (Α)
1. (Γραμμ.) η εναλλαγή των πτώσεων, η χρήση μιας πτώσης αντί άλλης που χρησιμοποιείται συνήθως
2. η αντίσταση.