δηρίομαι: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(3) |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>δηρῐομαι | |sltr=<b>δηρῐομαι</b> [[contend]] [[with]] c. dat. [[δηρίομαι]] πολέσιν περὶ πλήθει [[καλῶν]] (O. 13.44) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δηρίομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>δηρίσομαι</i>, γʹ πληθ. Επικ. αορ. αʹ <i>δηρίσαντο</i>, γʹ δυϊκ. Παθ. <i>δηρινθήτην</i>· αποθ. = το προηγ., σε Όμηρ. | |lsmtext='''δηρίομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>δηρίσομαι</i>, γʹ πληθ. Επικ. αορ. αʹ <i>δηρίσαντο</i>, γʹ δυϊκ. Παθ. <i>δηρινθήτην</i>· αποθ. = το προηγ., σε Όμηρ. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 3 September 2022
English (Autenrieth)
(δῆρις), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. pass. dep. δηρινθήτην: contend; mostly with arms, τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; less often with words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76, , Il. 12.421.
English (Slater)
δηρῐομαι contend with c. dat. δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (O. 13.44)
Greek Monotonic
δηρίομαι: [ῑ], μέλ. δηρίσομαι, γʹ πληθ. Επικ. αορ. αʹ δηρίσαντο, γʹ δυϊκ. Παθ. δηρινθήτην· αποθ. = το προηγ., σε Όμηρ.