πολιάτας: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>πολιᾱτας | |sltr=<b>πολιᾱτας</b> [[citizen]] [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται πολιατᾶν καὶ [[ξένων]] γλώσσας [[ἄωτον]] (I. 1.51) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:35, 3 September 2022
English (LSJ)
[ᾱτ], α, ὁ, Aeol. and Dor. for πολιήτης, opp. ξένος, Alc.Supp.14.6, Id.Oxy.1233 Fr.22.3, Pi.I.1.51, Leg.Gort.10.35, lsyll. 21.
German (Pape)
[Seite 655] ὁ, dor. = πολιήτης, Pind. I. 1, 51, im Ggstz von ξένος.
Greek (Liddell-Scott)
πολιάτας: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ πολιήτης, ἀντίθετον τῷ ξεῖνος, Πινδ. Ι. 1. 74.
English (Slater)
πολιᾱτας citizen κέρδος ὕψιστον δέκεται πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον (I. 1.51)
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. πολιᾱτις, -άτιδος, Α
(αιολ. και δωρ. τ. του πολιήτης) βλ. πολίτης.
Greek Monotonic
πολιάτας: ὁ, Δωρ. αντί πολιήτης, αντίθ. προς ξεῖνος, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιάτας -α, ὁ Aeol. en Dor. voor πολιήτης.
Russian (Dvoretsky)
πολιάτας: ου (ᾱτ) ὁ дор. Pind. = πολιήτης.