Πηλούσιον: Difference between revisions
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />Péluse <i>(auj. ruines de Tineh), ville d'Égypte à | |btext=ου (τό) :<br />Péluse <i>(auj. ruines de Tineh), ville d'Égypte à l'embouchure du Nil</i>.<br />'''Étymologie:'''. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:05, 5 September 2022
English (LSJ)
τό, Pelusium in Egypt, Hdt.2.15, etc.: Πηλουσιώτης, ου, ὁ, inhabitant of P., Luc.JTr.42; Adj., τὸ Πηλούσιον στόμα the Eastern mouth of the Nile, Hdt.2.17, 154; τὸ Πηλουσιακὸν στ. Str. 17.1.18; also Ταριχήϊα Πηλουσιακά Hdt.2.15: Subst. Πηλούσιον, τό, an Egyptian festival, expld. with ref. to πηλός, Lyd.Mens.4.57.
Greek (Liddell-Scott)
Πηλούσιον: τό, πόλις παράλιος τῆς Αἰγύπτου συνορεύουσα πρὸς τὴν Ἀραβίαν, Ἡρόδ.· ― Ἐπίθ., τὸ Πηλούσιον στόμα, τὸ ἀνατολικὸν στόμα τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 17, 154· τὸ Πηλουσιακὸν στ. Στράβ. 801, κτλ.· ― παρ’ Ἰω. τῷ Λυδῷ π. Μηνῶν, 4. 40, ἡ Πηλούσιος ἑορτὴ (ἐν Αἰγύπτῳ) ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πηλώδης. ― Κατὰ Σουΐδ. «Πηλούσιον, ὄνομα τόπου. κλεὶς τῆς Αἰγύπτου καὶ εἰσόδου καὶ ἐξόδου, καὶ Πηλουσιώτης ὁ πολίτης».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
Péluse (auj. ruines de Tineh), ville d'Égypte à l'embouchure du Nil.
Étymologie:.
Greek Monotonic
Πηλούσιον: τό, πόλη στις ακτές της Αιγύπτου στα σύνορα με την Αραβία, σε Ηρόδ.· επίθ., τὸ Πηλούσιον στόμα, το ανατολικό στόμα του Νείλου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Πηλούσιον: τό Пелусий
1) вост. рукав Нильской дельты Her.;
2) город в устье Пелусия Her.