ἐκπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> ἐκπειράσομαι, <i>ao.</i> ἐξεπειράθην;<br /><b>1</b> faire l’épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;<br /><b>2</b> chercher à savoir, rechercher, tenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], πειράομαι.
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> ἐκπειράσομαι, <i>ao.</i> ἐξεπειράθην;<br /><b>1</b> faire l'épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;<br /><b>2</b> chercher à savoir, rechercher, tenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], πειράομαι.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:00, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπειράομαι Medium diacritics: ἐκπειράομαι Low diacritics: εκπειράομαι Capitals: ΕΚΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpeiráomai Transliteration B: ekpeiraomai Transliteration C: ekpeiraomai Beta Code: e)kpeira/omai

English (LSJ)

aor. ἐξεπειράθην [ᾱ], A make trial of, prove, tempt, c. gen. pers., Hdt.3.135: c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou tempting me to speak? S.OT 360 codd.: followed by a relat., κἀξεπειράθην..οἷον στέρεσθαι γίγνεται E.Supp.1089; ἐ. εἴτε.. Pl.Ep.362e. 2 inquire, ask of another, τί τινος Ar.Eq.1234.—Late in Act., Hld.7.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπειράομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξεπειράθην ᾱ: - πειρῶμαι, δοκιμάζω τι, πειράζω, μετὰ γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 135· μετ’ ἀπαρ., ἢ ’κπειρᾷ λέγειν; ἢ θέλεις νά με κάμῃς νὰ εἴπω καὶ ἄλλα; Σοφ. Ο. Τ. 360· ἴδε σημ. Jebb, ὅστις ἔχει: ἢ ’κπειρᾷ λέγων; - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, κἀξεπειράθην... οἷον στέρεσθαι γίγνεται Εὐρ. Ἱκ. 1089· ἐκπ. εἰ... Πλάτ. Ἐπιστ. 362Ε. 2) ἐρωτῶ, ἐρευνῶ περί τινος, τί τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1234.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. ἐκπειράσομαι, ao. ἐξεπειράθην;
1 faire l'épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;
2 chercher à savoir, rechercher, tenter.
Étymologie: ἐκ, πειράομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [en v. act. Aesop.36.2]
1 poner a prueba c. gen. δείσας μὴ εὑ ἐκπειρῷτο Δαρεῖος temiendo que Darío lo estuviera poniendo a prueba Hdt.3.135, ἀλλήλων τε μὴ 'κπειρωμένους sin que se pongan a prueba los unos a los otros (prob. sent. sexual), Ar.Lys.1113, cf. Men.Epit.630
c. ac. βουλόμενος ἐκπειρᾶσαι τοῦτο (τὸ μαντεῖον) Aesop.l.c., c. ac. y gen. καί σου τοσοῦτο ... ἐκπειράσομαι Ar.Eq.1234
c. inf. intentar ἐκπειρᾷ λέγειν; ¿estás intentado que yo hable? S.OT 360
c. εἴτε ... εἴτε intentar saber si ... o si ... Pl.Ep.362e.
2 c. interrog. indir. experimentar εἰ ... κἀξεπειράθην ... οἷον στέρεσθαι πατέρα γίγνεται τέκνων si hubiera experimentado qué significa que un padre se vea privado de sus hijos E.Supp.1089.

Greek Monotonic

ἐκπειράομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]·
1. θέτω σε δοκιμή, ελέγχω, δοκιμάζω, εξετάζω, με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με απαρ., ἐκπειρᾷ λέγειν, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.
2. ερευνώ, ζητώ πληροφορίες για κάποιον, τί τινος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπειράομαι:
1) подвергать испытанию, испытывать, проверять (τινος Her.): ἐκπειρᾷ λέγειν; Soph. ты пытаешься поймать меня на слове?; εἰ δ᾽ εἰς τόδ᾽ ἦλθον κἀξεπειράθην, οἷον … Eur. если бы мне довелось испытать, насколько …;
2) выпытывать, разузнавать (τί τινος Arph. и εἰ … Plat.).

Middle Liddell

fut. άσομαι aor1 ἐξεπειράθην
1. to make trial of, prove, tempt, c. gen. pers., Hdt.; c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou tempting me to speak? Soph.
2. to inquire of another, τί τινος Ar.