ἑτοιμόρροπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(6_17)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμόρροπος''': -ον, ὁ ἑτοίμως ῥέπων πρὸς τὰ [[κάτω]], κεκλιμένος καὶ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, Νικήτ. Χρον. 95D.
|lstext='''ἑτοιμόρροπος''': -ον, ὁ ἑτοίμως ῥέπων πρὸς τὰ [[κάτω]], κεκλιμένος καὶ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, Νικήτ. Χρον. 95D.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτοιμόρροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]] και [[είναι]] [[έτοιμος]] να πέσει («ετοιμόρροπο [[κτήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) ο [[έτοιμος]] να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο [[κράτος]], ετοιμόρροπη [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) ο [[ετοιμοθάνατος]], ο [[μεγάλης]] ηλικίας ή επισφαλούς υγείας [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αμφίρροπος]], [[ανισόρροπος]]].
}}
}}

Revision as of 16:38, 7 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμόρροπος: -ον, ὁ ἑτοίμως ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κεκλιμένος καὶ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, Νικήτ. Χρον. 95D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτοιμόρροπος, -ον)
αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο»)
νεοελλ.
μτφ.
1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση»)
2. (για ανθρώπους) ο ετοιμοθάνατος, ο μεγάλης ηλικίας ή επισφαλούς υγείας άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -ροπος (< ρέπω), πρβλ. αμφίρροπος, ανισόρροπος].