βελουλκός: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[instrumento para la extracción de puntas de flecha]] Paul.Aeg.6.88.3.<br /><b class="num">2</b> bot. [[díctamo]], [[Origanum dictamnus L. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[instrumento para la extracción de puntas de flecha]] Paul.Aeg.6.88.3.<br /><b class="num">2</b> bot. [[díctamo]], [[Origanum dictamnus]] L., Ps.Dsc.3.32. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βελουλκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] για την [[αφαίρεση]] βέλους από [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[δίκταμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ολκή]] ή [[ολκός]]]. | |mltxt=[[βελουλκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] για την [[αφαίρεση]] βέλους από [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[δίκταμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ολκή]] ή [[ολκός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 10 September 2022
English (LSJ)
ὁ, A instrument for drawing out darts, ibid. II= δίκταμνος, Ps.-Dsc.3.32.
German (Pape)
[Seite 441] (ἕλκω), pfeilausziehend; τὸ β., ein Instrument dazu, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
βελουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων βέλος ἐκ πληγῆς· ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα βελουλκέω, ἕλκω, ἐξάγω βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, μόνος του ἐκβάλλει τὸ βέλος, δηλ. τὸ ἄγκιστρον, Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 instrumento para la extracción de puntas de flecha Paul.Aeg.6.88.3.
2 bot. díctamo, Origanum dictamnus L., Ps.Dsc.3.32.
Greek Monolingual
βελουλκός, ο (Α)
1. χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση βέλους από τραύμα
2. το φυτό δίκταμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέλος + -ουλκος < ολκή ή ολκός].