στομάλιμνον: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στομάλιμνον:''' τό лиман Theocr.
|elrutext='''στομάλιμνον:''' τό [[лиман]] Theocr.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στομάλιμνον -ου, τό [στόμα, λίμνη] zoutwatermeer, lagune.
|elnltext=στομάλιμνον -ου, τό [στόμα, λίμνη] zoutwatermeer, lagune.
}}
}}

Revision as of 10:50, 13 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰλιμνον Medium diacritics: στομάλιμνον Low diacritics: στομάλιμνον Capitals: ΣΤΟΜΑΛΙΜΝΟΝ
Transliteration A: stomálimnon Transliteration B: stomalimnon Transliteration C: stomalimnon Beta Code: stoma/limnon

English (LSJ)

τό, = στομαλίμνη (salt-water lake, estuary, lagoon), Theoc. 4.23.

German (Pape)

[Seite 948] τό, = στομαλίμνη, f. L. bei Theocr. 4, 23.

Greek Monolingual

τὸ, Α
η στομαλίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στομαλίμνη, με αλλαγή γένους].

Russian (Dvoretsky)

στομάλιμνον: τό лиман Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στομάλιμνον -ου, τό [στόμα, λίμνη] zoutwatermeer, lagune.