κρέμβαλον: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρέμβαλον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τὰ [[κρέμβαλα]]<br />κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. <i>kre</i>-<i>b</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με [[ανάπτυξη]] έρρινου στοιχείου (<i>n</i>), το οποίο λόγω του χειλικού (-<i>b</i>-[[μπ]]) ετράπη αφομοιωτικά σε -<i>μ</i>- ([[έτσι]]: <i>κρεβ</i>- | |mltxt=[[κρέμβαλον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τὰ [[κρέμβαλα]]<br />κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. <i>kre</i>-<i>b</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με [[ανάπτυξη]] έρρινου στοιχείου (<i>n</i>), το οποίο λόγω του χειλικού (-<i>b</i>-[[μπ]]) ετράπη αφομοιωτικά σε -<i>μ</i>- ([[έτσι]]: <i>κρεβ</i>- > <i>κρε</i>-<i>μ</i>-<i>β</i>-)<br />για το [[επίθημα]] -<i>αλον</i> του τ. [[πρβλ]]. [[κρόταλον]], [[ρόπαλον]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρέμβᾰλον:''' τό погремушка, кастаньеты HH. | |elrutext='''κρέμβᾰλον:''' τό [[погремушка]], [[кастаньеты]] HH. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 13 September 2022
Greek Monolingual
κρέμβαλον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα
κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. kre-b- της ΙΕ ρίζας ker-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου (n), το οποίο λόγω του χειλικού (-b-μπ) ετράπη αφομοιωτικά σε -μ- (έτσι: κρεβ- > κρε-μ-β-)
για το επίθημα -αλον του τ. πρβλ. κρόταλον, ρόπαλον].
Russian (Dvoretsky)
κρέμβᾰλον: τό погремушка, кастаньеты HH.