ογκώμαι: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(28) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ὀγκῶμαι, | |mltxt=(Α [[ὀγκῶμαι]], [[ὀγκάομαι]])<br />(για όνο) [[εκβάλλω]] ογκηθμό, [[ογκανίζω]], [[γκαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. σε -<i>άω</i> (<b>πρβλ.</b> [[βοάω]], [[βρυχάομαι]], [[γοάω]], [[μυκάομαι]]) που αντιστοιχεί με λατ. <i>unc</i><i>ā</i><i>re</i> (για [[αρκούδα]]). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>enq</i>- / <i>onq</i>- με σημ. «[[βογγώ]], [[μουγκρίζω]]» και συνδέονται με αλβ. <i>nekonj</i>, αρχ. σλαβ. <i>jaču</i>, [[μέσο]] ιρλδ. <i>ong</i><br />[[είναι]] πιθ. να οφείλονται σε [[ονοματοποιία]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>όκνος</i> [ΙΙ]). Το ρ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>onc</i><i>ō</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:07, 17 September 2022
Greek Monolingual
(Α ὀγκῶμαι, ὀγκάομαι)
(για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σε -άω (πρβλ. βοάω, βρυχάομαι, γοάω, μυκάομαι) που αντιστοιχεί με λατ. uncāre (για αρκούδα). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα enq- / onq- με σημ. «βογγώ, μουγκρίζω» και συνδέονται με αλβ. nekonj, αρχ. σλαβ. jaču, μέσο ιρλδ. ong
είναι πιθ. να οφείλονται σε ονοματοποιία (βλ. και λ. όκνος [ΙΙ]). Το ρ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή oncō].