κυρσερίδες: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυρσερίδες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύρτος]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], προήλθε από <i>κυρσέρα</i>, με πιθ. [[επίδραση]] του [[κρησέρα]] «[[κόσκινο]]»].
|mltxt=[[κυρσερίδες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύρτος]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], προήλθε από <i>κυρσέρα</i>, με πιθ. [[επίδραση]] του [[κρησέρα]] «[[κόσκινο]]»].
}}
}}

Revision as of 15:05, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρσερίδες Medium diacritics: κυρσερίδες Low diacritics: κυρσερίδες Capitals: ΚΥΡΣΕΡΙΔΕΣ
Transliteration A: kyrserídes Transliteration B: kyrserides Transliteration C: kyrserides Beta Code: kurseri/des

English (LSJ)

τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες, Hsch. κυρσίον· μειράκιον, Id.; cf. κυρσάνιος. κυρσός, gibberosus, Gloss.

Greek Monolingual

κυρσερίδες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος και, κατά μία άποψη, προήλθε από κυρσέρα, με πιθ. επίδραση του κρησέρα «κόσκινο»].