μεταλλείο: Difference between revisions
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α μεταλλεῖον) [[μέταλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χώρος]] ὄπου γίνεται η [[εξόρυξη]] μεταλλεύματος και το [[σύνολο]] τών σχετικών εγκαταστάσεων, [[ορυχείο]] μετάλλων, [[μεταλλωρυχείο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που έχει [[κάτι]] σε [[αφθονία]] («[[είναι]] [[μεταλλείο]] φιλοσοφίας»)<br />β) αστείρευτη [[πηγή]] πλούτου («το [[βιολί]] του [[είναι]] γι' αυτόν [[μεταλλείο]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέταλλο]] («[[σίδηρος]] καὶ χαλκὸς καὶ [[πάντα]] τὰ | |mltxt=το (Α μεταλλεῖον) [[μέταλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χώρος]] ὄπου γίνεται η [[εξόρυξη]] μεταλλεύματος και το [[σύνολο]] τών σχετικών εγκαταστάσεων, [[ορυχείο]] μετάλλων, [[μεταλλωρυχείο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που έχει [[κάτι]] σε [[αφθονία]] («[[είναι]] [[μεταλλείο]] φιλοσοφίας»)<br />β) αστείρευτη [[πηγή]] πλούτου («το [[βιολί]] του [[είναι]] γι' αυτόν [[μεταλλείο]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέταλλο]] («[[σίδηρος]] καὶ χαλκὸς καὶ [[πάντα]] τὰ μεταλλεῖα», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:06, 27 September 2022
Greek Monolingual
το (Α μεταλλεῖον) μέταλλο
νεοελλ.
1. ο χώρος ὄπου γίνεται η εξόρυξη μεταλλεύματος και το σύνολο τών σχετικών εγκαταστάσεων, ορυχείο μετάλλων, μεταλλωρυχείο
2. μτφ. α) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία («είναι μεταλλείο φιλοσοφίας»)
β) αστείρευτη πηγή πλούτου («το βιολί του είναι γι' αυτόν μεταλλείο)
αρχ.
μέταλλο («σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῖα», Πλάτ.).