στυλ: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 19:25, 27 September 2022

Greek Monolingual

και στιλ, το, Ν
άκλ.
1. λογοτ. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης, ύφος
2. (καλ. τεχν.) ρυθμός, τεχνοτροπία («γοτθικό στυλ»)
3. μτφ. εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό
4. φρ. «έχει στυλ»
μτφ. έχει προσωπικό ύφος, έχει προσωπικότητα, έχει αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. style < λατ. stilus «ραβδί, αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έγραφαν στις κέρινες πινακίδες». To -y- του γαλλ. τ. οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του ελλ. στύλος].