συγκεκομμένως: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkekommenos
|Transliteration C=sygkekommenos
|Beta Code=sugkekomme/nws
|Beta Code=sugkekomme/nws
|Definition=Adv. of [[συγκόπτω]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[concisely]], AB751.</span>
|Definition=Adv. of [[συγκόπτω]], [[concisely]], AB751.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκεκομμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συγκόπτω]], κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.
|lstext='''συγκεκομμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συγκόπτω]], κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[σύντμηση]] ή με [[συντομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συγκεκομμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[συγκόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[σύντμηση]] ή με [[συντομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συγκεκομμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[συγκόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[σύντμηση]] ή με [[συντομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συγκεκομμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[συγκόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Latest revision as of 19:25, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεκομμένως Medium diacritics: συγκεκομμένως Low diacritics: συγκεκομμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΚΟΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkekomménōs Transliteration B: synkekommenōs Transliteration C: sygkekommenos Beta Code: sugkekomme/nws

English (LSJ)

Adv. of συγκόπτω, concisely, AB751.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεκομμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγκόπτω, κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν
επίρρ. με σύντμηση ή με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκομμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του συγκόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].