συκίτης: Difference between revisions

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡκίτης''': [ῑ], -ου, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐκ σύκων, [[οἶνος]] συκ., [[οἶνος]] ἐκ σύκων, Διοσκ. 5. 41. 2) [[πολύτιμος]] [[λίθος]] ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ σύκου, Πλίν. 37. 73. ΙΙ. Λακωνικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Διονύσου, Ἀθήν. 78C.
|lstext='''σῡκίτης''': [ῑ], -ου, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐκ σύκων, [[οἶνος]] συκ., [[οἶνος]] ἐκ σύκων, Διοσκ. 5. 41. 2) [[πολύτιμος]] [[λίθος]] ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ σύκου, Πλίν. 37. 73. ΙΙ. Λακωνικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Διονύσου, Ἀθήν. 78C.
}}
{{grml
|mltxt=ό, θηλ. συκῖτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> παρασκευασμένος από σύκα («[[συκίτης]] [[οἶνος]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου στο [[χρώμα]] του σύκου<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου στη Λακεδαίμονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] <b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]], <i>ονυχ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, θηλ. συκῖτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> παρασκευασμένος από σύκα («[[συκίτης]] [[οἶνος]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου στο [[χρώμα]] του σύκου<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου στη Λακεδαίμονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] <b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]], <i>ονυχ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ό, θηλ. συκῖτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> παρασκευασμένος από σύκα («[[συκίτης]] [[οἶνος]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου στο [[χρώμα]] του σύκου<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου στη Λακεδαίμονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] <b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]], <i>ονυχ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 19:35, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκίτης Medium diacritics: συκίτης Low diacritics: συκίτης Capitals: ΣΥΚΙΤΗΣ
Transliteration A: sykítēs Transliteration B: sykitēs Transliteration C: sykitis Beta Code: suki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. σῡκ-ῖτις, ιδος, A of figs, οἶνος fig-wine, Dsc.5.32. 2 sycitis, a fig-coloured gem, Plin.HN37.191. II a Spartan name of Dionysus, Sosib. 13.

German (Pape)

[Seite 973] ὁ, fem. συκῖτις, ιδος, feigenartig; οἶνος, von Feigen bereiteter Wein, Diosc. So hieß auch Dionysos bei den Lakonen, vgl. Ath. III, 78 c.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκίτης: [ῑ], -ου, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐκ σύκων, οἶνος συκ., οἶνος ἐκ σύκων, Διοσκ. 5. 41. 2) πολύτιμος λίθος ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ σύκου, Πλίν. 37. 73. ΙΙ. Λακωνικὸν ὄνομα τοῦ Διονύσου, Ἀθήν. 78C.

Greek Monolingual

ό, θηλ. συκῖτις, -ίτιδος, Α
1. παρασκευασμένος από σύκα («συκίτης οἶνος», Διοσκ.)
2. είδος πολύτιμου λίθου στο χρώμα του σύκου
3. προσωνυμία του Διονύσου στη Λακεδαίμονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -ίτης πρβλ. μηλ-ίτης, ονυχ-ίτης)].