συκίτης

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκίτης Medium diacritics: συκίτης Low diacritics: συκίτης Capitals: ΣΥΚΙΤΗΣ
Transliteration A: sykítēs Transliteration B: sykitēs Transliteration C: sykitis Beta Code: suki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. συκῖτις, ιδος,
A of figs, οἶνος fig-wine, Dsc.5.32.
2 sycitis, a fig-coloured gem, Plin.HN37.191.
II a Spartan name of Dionysus, Sosib. 13.

German (Pape)

[Seite 973] ὁ, fem. συκῖτις, ιδος, feigenartig; οἶνος, von Feigen bereiteter Wein, Diosc. So hieß auch Dionysos bei den Lakonen, vgl. Ath. III, 78 c.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκίτης: [ῑ], -ου, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐκ σύκων, οἶνος συκ., οἶνος ἐκ σύκων, Διοσκ. 5. 41. 2) πολύτιμος λίθος ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ σύκου, Πλίν. 37. 73. ΙΙ. Λακωνικὸν ὄνομα τοῦ Διονύσου, Ἀθήν. 78C.

Greek Monolingual

ό, θηλ. συκῖτις, -ίτιδος, Α
1. παρασκευασμένος από σύκα («συκίτης οἶνος», Διοσκ.)
2. είδος πολύτιμου λίθου στο χρώμα του σύκου
3. προσωνυμία του Διονύσου στη Λακεδαίμονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -ίτης πρβλ. μηλίτης, ονυχίτης)].