συγκατοικώ: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ [[συγκάτοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[σπίτι]], [[είμαι]] [[συγκάτοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλους στην [[ίδια]] [[χώρα]] («ἐψηφίσατο συγκατοικεῑν Σινωπεῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνυπάρχω]] («[[γέρων]] γέρο ντι συγκατῴκησεν [[πίνος]]», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ [[συγκάτοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[σπίτι]], [[είμαι]] [[συγκάτοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλους στην [[ίδια]] [[χώρα]] («ἐψηφίσατο συγκατοικεῖν Σινωπεῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνυπάρχω]] («[[γέρων]] γέρο ντι συγκατῴκησεν [[πίνος]]», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 27 September 2022

Greek Monolingual

συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ συγκάτοικος
νεοελλ.
κατοικώ μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, είμαι συγκάτοικος
αρχ.
1. κατοικώ μαζί με άλλους στην ίδια χώρα («ἐψηφίσατο συγκατοικεῖν Σινωπεῡσι», Πλούτ.)
2. μτφ. συνυπάρχωγέρων γέρο ντι συγκατῴκησεν πίνος», Σοφ.).