συνεταιρισμός: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 20:10, 27 September 2022
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ένωση που έχει ως σκοπό την οικονομική, ηθική και κοινωνική πρόοδο των συνεταίρων και στηρίζεται στην αρχή της ισονομίας και της συνεργασίας των μελών της (α. «παραγωγικός συνεταιρισμός» β. «καταναλωτικός συνεταιρισμός» γ. «οικοδομικός συνεταιρισμός»)
2. φρ. α) «γεωργικός συνεταιρισμός»
(νομ.) ιδιότυπη εταιρεία που αποτελείται από πρόσωπα ασχολούμενα κατά κύριο ή δευτερεύον επάγγελμα με τη γεωργία, έχει μεταβλητό κεφάλαιο και αριθμό μελών και αποσκοπεί, με την ισότιμη συνεργασία και αμοιβαία βοήθεια τών συνεταίρων, στην εξυπηρέτηση και προαγωγή οικονομικών συμφερόντων τους
β) «πιστωτικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός ο οποίος σχηματίζεται από ομάδα ανθρώπων με κοινό σκοπό την εξεύρεση και παροχή πιστώσεων στα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεταιρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].