συνεπεγείρω: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπεγείρω''': [[ἐπεγείρω]] ἀπὸ κοινοῦ [[ἐναντίον]] τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ.
|lstext='''συνεπεγείρω''': [[ἐπεγείρω]] ἀπὸ κοινοῦ [[ἐναντίον]] τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[διεγείρω]] από κοινού [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπεγείρω]] «[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[διεγείρω]] από κοινού [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπεγείρω]] «[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[διεγείρω]] από κοινού [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπεγείρω]] «[[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]]»].
}}
}}

Revision as of 20:12, 27 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεγείρω: ἐπεγείρω ἀπὸ κοινοῦ ἐναντίον τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ
διεγείρω από κοινού εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεγείρω «ξεσηκώνω, διεγείρω»].