δίπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=di/ptwtos
|Beta Code=di/ptwtos
|Definition=ον, [[having one form for two cases]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span> 91.7</span>.
|Definition=ον, [[having one form for two cases]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span> 91.7</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />gram. [[que tiene dos casos o terminaciones]] op. [[οὐκέτι ἐγκλινόμενος]] A.D.<i>Pron</i>.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. [[μονόπτωτος]] ‘[[invariable]]’ Sch.D.T.231.8, cf. <i>EM</i> 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.<i>Inst</i>.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.<i>Etym</i>.1.7.33.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.
|lstext='''δίπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />gram. [[que tiene dos casos o terminaciones]] op. [[οὐκέτι ἐγκλινόμενος]] A.D.<i>Pron</i>.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. [[μονόπτωτος]] ‘[[invariable]]’ Sch.D.T.231.8, cf. <i>EM</i> 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.<i>Inst</i>.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.<i>Etym</i>.1.7.33.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπτωτος Medium diacritics: δίπτωτος Low diacritics: δίπτωτος Capitals: ΔΙΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: díptōtos Transliteration B: diptōtos Transliteration C: diptotos Beta Code: di/ptwtos

English (LSJ)

ον, having one form for two cases, A.D.Pron. 91.7.

Spanish (DGE)

-ον
gram. que tiene dos casos o terminaciones op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.Pron.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτοςinvariable’ Sch.D.T.231.8, cf. EM 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.Inst.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.Etym.1.7.33.

German (Pape)

[Seite 642] mit zwei Casusendungen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

δίπτωτος: -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίπτωτος, -ον)
1. (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις
2. (για ρήμα) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, ἀκούω τινός τι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτωτός (πρβλ. αμετάπτωτος, άπτωτος)].

Russian (Dvoretsky)

δίπτωτος: грам. имеющий два падежных окончания.