δενδροκολάπτης: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dendrokola/pths
|Beta Code=dendrokola/pths
|Definition=ου, ὁ, [[woodpecker]], Gloss.
|Definition=ου, ὁ, [[woodpecker]], Gloss.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ orn. [[picatroncos]], [[pájaro carpintero]] tb. llamado [[δρυοκολάπτης]] y [[δενδροκόλαφος]] qq.u. <i>Cyran</i>.1.4.10, 3.12.2, δ.· picus</i>, <i>Gloss</i>.2.150.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δενδροκολάπτης''': ὁ, = [[δρυοκολάπτης]], Γλωσσ.
|lstext='''δενδροκολάπτης''': ὁ, = [[δρυοκολάπτης]], Γλωσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ orn. [[picatroncos]], [[pájaro carpintero]] tb. llamado [[δρυοκολάπτης]] y [[δενδροκόλαφος]] qq.u. <i>Cyran</i>.1.4.10, 3.12.2, δ.· picus</i>, <i>Gloss</i>.2.150.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δενδροκολάπτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό εντομοφάγο Πτηνό της Νότιας Αμερικής<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εντομοφάγο Πτηνό που τρέφεται από τα Έντομα τα οποία φωλιάζουν στον φλοιό τών δένδρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> [[κολάπτω]] «[[κτυπώ]], [[τσιμπώ]] με το [[ράμφος]]» ([[πρβλ]]. [[δρυοκολάπτης]])].
|mltxt=ο (AM [[δενδροκολάπτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό εντομοφάγο Πτηνό της Νότιας Αμερικής<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εντομοφάγο Πτηνό που τρέφεται από τα Έντομα τα οποία φωλιάζουν στον φλοιό τών δένδρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> [[κολάπτω]] «[[κτυπώ]], [[τσιμπώ]] με το [[ράμφος]]» ([[πρβλ]]. [[δρυοκολάπτης]])].
}}
}}

Revision as of 10:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροκολάπτης Medium diacritics: δενδροκολάπτης Low diacritics: δενδροκολάπτης Capitals: ΔΕΝΔΡΟΚΟΛΑΠΤΗΣ
Transliteration A: dendrokoláptēs Transliteration B: dendrokolaptēs Transliteration C: dendrokolaptis Beta Code: dendrokola/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, woodpecker, Gloss.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ orn. picatroncos, pájaro carpintero tb. llamado δρυοκολάπτης y δενδροκόλαφος qq.u. Cyran.1.4.10, 3.12.2, δ.· picus, Gloss.2.150.

German (Pape)

[Seite 546] ὁ, Baumhacker, Specht.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροκολάπτης: ὁ, = δρυοκολάπτης, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (AM δενδροκολάπτης)
νεοελλ.
μικρό εντομοφάγο Πτηνό της Νότιας Αμερικής
αρχ.-μσν.
εντομοφάγο Πτηνό που τρέφεται από τα Έντομα τα οποία φωλιάζουν στον φλοιό τών δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κολάπτω «κτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος» (πρβλ. δρυοκολάπτης)].