δεκάβαθμος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=deka/baqmos
|Beta Code=deka/baqmos
|Definition=[κᾰ], ον, [[with ten steps]], κρηπίς <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>6.2</span>.
|Definition=[κᾰ], ον, [[with ten steps]], κρηπίς <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>6.2</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de diez escalones]] κρηπίς Ph.Byz.<i>Mir</i>.6.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκάβαθμος''': -ον, ὁ ἔχων [[δέκα]] βαθμίδας, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θεαμ. 6.
|lstext='''δεκάβαθμος''': -ον, ὁ ἔχων [[δέκα]] βαθμίδας, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θεαμ. 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de diez escalones]] κρηπίς Ph.Byz.<i>Mir</i>.6.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκάβαθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[δέκα]] βαθμίδες, [[δέκα]] σκαλοπάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο δεκαβάθμιος, αυτός που έχει [[δέκα]] βαθμούς.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκάβαθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[δέκα]] βαθμίδες, [[δέκα]] σκαλοπάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο δεκαβάθμιος, αυτός που έχει [[δέκα]] βαθμούς.
}}
}}

Revision as of 10:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάβαθμος Medium diacritics: δεκάβαθμος Low diacritics: δεκάβαθμος Capitals: ΔΕΚΑΒΑΘΜΟΣ
Transliteration A: dekábathmos Transliteration B: dekabathmos Transliteration C: dekavathmos Beta Code: deka/baqmos

English (LSJ)

[κᾰ], ον, with ten steps, κρηπίς Ph.Byz.Mir.6.2.

Spanish (DGE)

-ον de diez escalones κρηπίς Ph.Byz.Mir.6.2.

German (Pape)

[Seite 542] zehnstufig, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάβαθμος: -ον, ὁ ἔχων δέκα βαθμίδας, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θεαμ. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκάβαθμος, -ον)
αυτός που έχει δέκα βαθμίδες, δέκα σκαλοπάτια
νεοελλ.
ο δεκαβάθμιος, αυτός που έχει δέκα βαθμούς.