διάδεσμος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dia/desmos | |Beta Code=dia/desmos | ||
|Definition=ὁ, [[connecting band]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Puer.</span>14</span>; [[bandage]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.9</span>; [[ligature]], διαδέσμοις σφίγγων τὰ ἄκρα Philum. ap. <span class="bibl">Aët.9.12</span>. | |Definition=ὁ, [[connecting band]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Puer.</span>14</span>; [[bandage]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.9</span>; [[ligature]], διαδέσμοις σφίγγων τὰ ἄκρα Philum. ap. <span class="bibl">Aët.9.12</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> anat. [[punto de unión]], [[diáfisis]] (ὑμένες) ἐς [[ἀλλήλους]] διαδέσμους ἔχουσιν Hp.<i>Nat.Puer</i>.14, cf. en Erot.31.16.<br /><b class="num">2</b> [[venda]], [[vendaje]] διαδέσμοις δὲ τῶν ἄκρων εὐτόνως χρῶ Archig. en Gal.13.175, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.<i>CA</i> 1.9.1, Gal.11.181, Aët.8.49, διαδέσμοις σφίγγειν τὰ ἄκρα Philum. en Aët.9.12, cf. Paul.Aeg.2.47. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάδεσμος''': ὁ, [[δεσμός]], Ἱππ. 237. 12. | |lstext='''διάδεσμος''': ὁ, [[δεσμός]], Ἱππ. 237. 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[διάδεσμος]]) [[διαδέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειδικός]] [[επίδεσμος]] που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τον κάνει ανθεκτικότερο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεσμός]], [[ταινία]] για [[σύνδεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίδεσμος]]. | |mltxt=ο (AM [[διάδεσμος]]) [[διαδέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειδικός]] [[επίδεσμος]] που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τον κάνει ανθεκτικότερο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεσμός]], [[ταινία]] για [[σύνδεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίδεσμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, connecting band, Hp.Nat.Puer.14; bandage, Aret.CA1.9; ligature, διαδέσμοις σφίγγων τὰ ἄκρα Philum. ap. Aët.9.12.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 anat. punto de unión, diáfisis (ὑμένες) ἐς ἀλλήλους διαδέσμους ἔχουσιν Hp.Nat.Puer.14, cf. en Erot.31.16.
2 venda, vendaje διαδέσμοις δὲ τῶν ἄκρων εὐτόνως χρῶ Archig. en Gal.13.175, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.CA 1.9.1, Gal.11.181, Aët.8.49, διαδέσμοις σφίγγειν τὰ ἄκρα Philum. en Aët.9.12, cf. Paul.Aeg.2.47.
Greek (Liddell-Scott)
διάδεσμος: ὁ, δεσμός, Ἱππ. 237. 12.
Greek Monolingual
ο (AM διάδεσμος) διαδέω
νεοελλ.
ειδικός επίδεσμος που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τον κάνει ανθεκτικότερο
αρχ.-μσν.
δεσμός, ταινία για σύνδεση
αρχ.
επίδεσμος.