διαβολικός: Difference between revisions
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diaboliko/s | |Beta Code=diaboliko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[slanderous]], κακοτεχνία <span class="bibl">Ph. <span class="title">Fr.</span>98H.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[devilish]], δ. καὶ σατανικὴ ἐνέργεια <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1731.11</span> (vi A. D.).</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[slanderous]], κακοτεχνία <span class="bibl">Ph. <span class="title">Fr.</span>98H.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[devilish]], δ. καὶ σατανικὴ ἐνέργεια <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1731.11</span> (vi A. D.).</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[calumnioso]] δ. ... κακοτεχνία el malvado arte de la calumnia</i> Ph.<i>Fr</i>.98.<br /><b class="num">2</b> [[propio del diablo]], [[diabólico]] ἡ ὑλικὴ οὐσία ... καὶ δ. Hippol.<i>Haer</i>.6.34.4, ἀκρασίαν ... καὶ πορνείαν διαβολικὰ εἶναι πάθη Clem.Al.<i>Strom</i>.3.12.81, [[ἐνέργεια]] <i>Phys</i>.G 100.20, <i>PLond</i>.1731.11 (VI d.C.), φύσις Gr.Nyss.M.46.609C, [[ἀπάτη]] Origenes M.17.61A, [[δύναμις]] Cyr.H.<i>Myst</i>.4.7, ἐπιχείρημα Ath.Al.<i>Fug</i>.23.1, [[δαίμων]] Ath.Al.<i>Apol.Const</i>.7.15, cf. Nil.M.79.353C, παράπτωμα διαβολική (<i>sic</i>) un pecado diabólico</i>, <i>Melit.Fr.Pap</i>.82.14, ἐπίνοια Basil.M.31.1365B, πειρασμοί Const.<i>Ep</i>. en Eus.<i>VC</i> 2.71.1, [[βίος]] Chrys.M.60.417, κακία Olymp.M.93.708B, πανουργία <i>ISyène</i> 239.3 (crist.), ἔργον <i>A.Pil.B</i> 1.1, cf. Chrys.M.62.417, M.63.182<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[hombre diabólico]] κἂν μαίνωνται οἱ διαβολικοί Ath.Al.M.26.337A.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[diabólicamente]] συμβουλεῦσαι Chrys.M.61.238. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβολικός''': -ή, -όν, εἰς διαβολὰς ἐπιρρεπὴς ἢ [[ἔμπειρος]], εἰς διάβολον ἀνήκων, Ἐκκλ.· διαβολικῶς Χρυσόστ. 3, 428. | |lstext='''διαβολικός''': -ή, -όν, εἰς διαβολὰς ἐπιρρεπὴς ἢ [[ἔμπειρος]], εἰς διάβολον ἀνήκων, Ἐκκλ.· διαβολικῶς Χρυσόστ. 3, 428. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβολικός]], -ή -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες του διαβόλου, ο [[σατανικός]]<br /><b>2.</b> [[κακεντρεχής]], [[δόλιος]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να διαβάλλει. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβολικός]], -ή -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες του διαβόλου, ο [[σατανικός]]<br /><b>2.</b> [[κακεντρεχής]], [[δόλιος]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να διαβάλλει. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A slanderous, κακοτεχνία Ph. Fr.98H. II devilish, δ. καὶ σατανικὴ ἐνέργεια PLond.5.1731.11 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 calumnioso δ. ... κακοτεχνία el malvado arte de la calumnia Ph.Fr.98.
2 propio del diablo, diabólico ἡ ὑλικὴ οὐσία ... καὶ δ. Hippol.Haer.6.34.4, ἀκρασίαν ... καὶ πορνείαν διαβολικὰ εἶναι πάθη Clem.Al.Strom.3.12.81, ἐνέργεια Phys.G 100.20, PLond.1731.11 (VI d.C.), φύσις Gr.Nyss.M.46.609C, ἀπάτη Origenes M.17.61A, δύναμις Cyr.H.Myst.4.7, ἐπιχείρημα Ath.Al.Fug.23.1, δαίμων Ath.Al.Apol.Const.7.15, cf. Nil.M.79.353C, παράπτωμα διαβολική (sic) un pecado diabólico, Melit.Fr.Pap.82.14, ἐπίνοια Basil.M.31.1365B, πειρασμοί Const.Ep. en Eus.VC 2.71.1, βίος Chrys.M.60.417, κακία Olymp.M.93.708B, πανουργία ISyène 239.3 (crist.), ἔργον A.Pil.B 1.1, cf. Chrys.M.62.417, M.63.182
•subst. ὁ δ. hombre diabólico κἂν μαίνωνται οἱ διαβολικοί Ath.Al.M.26.337A.
III adv. -ῶς diabólicamente συμβουλεῦσαι Chrys.M.61.238.
Greek (Liddell-Scott)
διαβολικός: -ή, -όν, εἰς διαβολὰς ἐπιρρεπὴς ἢ ἔμπειρος, εἰς διάβολον ἀνήκων, Ἐκκλ.· διαβολικῶς Χρυσόστ. 3, 428.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαβολικός, -ή -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες του διαβόλου, ο σατανικός
2. κακεντρεχής, δόλιος, μοχθηρός
αρχ.
αυτός που έχει την τάση ή τη διάθεση να διαβάλλει.