διεγερτικός: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diegertiko/s
|Beta Code=diegertiko/s
|Definition=ή, όν, [[exciting]], [[stimulant]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.19</span>; ἀφροδισίων Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.2.64b</span>, cf. Philum. ap. <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>8.6.4</span>.
|Definition=ή, όν, [[exciting]], [[stimulant]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.19</span>; ἀφροδισίων Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.2.64b</span>, cf. Philum. ap. <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>8.6.4</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[estimulante]], [[excitante]] ἀφροδίσια Diph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.<i>M</i>.6.19<br /><b class="num">•</b>τὰ διεγερτικὰ <i>sc</i>. φάρμακα [[remedios excitantes]] Philum. en Orib.<i>Syn</i>.8.5.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que incita]] (ἐπιστολή) διεγερτικὴ πίστεως Eus.<i>HE</i> 4.23.2, cf. Nicol.Mon.<i>Ep</i>.M.65.1052C<br /><b class="num">•</b>[[que pone en movimiento]], [[animador]] τούτων πάντων δ. τὸ πῦρ <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.27.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ δ. [[alborada]] τῶν ἐπιθαλαμίων ... τινὰ δὲ ὄρθια, ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά Sch.Theoc.18 proem.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεγερτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διεγείρειν, τινὸς Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 19, Ἀθήν. 64Β.
|lstext='''διεγερτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διεγείρειν, τινὸς Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 19, Ἀθήν. 64Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[estimulante]], [[excitante]] ἀφροδίσια Diph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.<i>M</i>.6.19<br /><b class="num">•</b>τὰ διεγερτικὰ <i>sc</i>. φάρμακα [[remedios excitantes]] Philum. en Orib.<i>Syn</i>.8.5.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que incita]] (ἐπιστολή) διεγερτικὴ πίστεως Eus.<i>HE</i> 4.23.2, cf. Nicol.Mon.<i>Ep</i>.M.65.1052C<br /><b class="num">•</b>[[que pone en movimiento]], [[animador]] τούτων πάντων δ. τὸ πῦρ <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.27.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ δ. [[alborada]] τῶν ἐπιθαλαμίων ... τινὰ δὲ ὄρθια, ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά Sch.Theoc.18 proem.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:06, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεγερτικός Medium diacritics: διεγερτικός Low diacritics: διεγερτικός Capitals: ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diegertikós Transliteration B: diegertikos Transliteration C: diegertikos Beta Code: diegertiko/s

English (LSJ)

ή, όν, exciting, stimulant, S.E.M.6.19; ἀφροδισίων Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Philum. ap. Orib.Syn.8.6.4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 estimulante, excitante ἀφροδίσια Diph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.M.6.19
τὰ διεγερτικὰ sc. φάρμακα remedios excitantes Philum. en Orib.Syn.8.5.4.
2 fig. que incita (ἐπιστολή) διεγερτικὴ πίστεως Eus.HE 4.23.2, cf. Nicol.Mon.Ep.M.65.1052C
que pone en movimiento, animador τούτων πάντων δ. τὸ πῦρ Corp.Herm.Fr.26.27.
3 subst. τὸ δ. alborada τῶν ἐπιθαλαμίων ... τινὰ δὲ ὄρθια, ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά Sch.Theoc.18 proem.

German (Pape)

[Seite 617] ή, όν, aufweckend, erregend, τινός, Ath. II, 64 b u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ διεγείρειν, τινὸς Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 19, Ἀθήν. 64Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διεγερτικός, -ή, -όν) διεγείρω
ο ικανός ή κατάλληλος να διεγείρει, να ερεθίζει, ερεθιστικός
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί διέγερση τών μυών και τών νεύρων ορισμένων οργάνων του σώματος («διεγερτικά φάρμακα»)
2. εκείνος που προκαλεί σεξουαλική διέγερση («διεγερτικές ουσίες, θεάματα κ.λπ.»)
3. όποιος παρακινεί στη διατάραξη της δημόσιας τάξης («διεγερτικοί λόγοι, δημοσιεύματα κ.λπ.»)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διεγερτικά
τα φάρμακα που διεγείρουν το νευρικό, μυϊκό ή σεξουαλικό σύστημα.

Russian (Dvoretsky)

διεγερτικός: пробуждающий, возбуждающий (τῆς ψυχῆς Sext.).