δυσείκαστος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dusei/kastos
|Beta Code=dusei/kastos
|Definition=ον, [[hard to make out]], of Thucydides' style, <span class="bibl">D.H. <span class="title">Lys.</span>4</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>4</span>.
|Definition=ον, [[hard to make out]], of Thucydides' style, <span class="bibl">D.H. <span class="title">Lys.</span>4</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>4</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas]] τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.<i>Lys</i>.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.<i>Th</i>.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.<i>Icar</i>.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσείκαστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἰκάσῃ τις, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 4, κτλ. 2) κακῶς, ἀπρεπῶς εἰκασθείς, Σουΐδ.
|lstext='''δυσείκαστος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἰκάσῃ τις, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 4, κτλ. 2) κακῶς, ἀπρεπῶς εἰκασθείς, Σουΐδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas]] τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.<i>Lys</i>.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.<i>Th</i>.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.<i>Icar</i>.4.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσείκαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δύσκολο να εικασθεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] για τον οποίο η [[εικασία]] αποδείχθηκε εσφαλμένη.
|mltxt=[[δυσείκαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δύσκολο να εικασθεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] για τον οποίο η [[εικασία]] αποδείχθηκε εσφαλμένη.
}}
}}

Revision as of 11:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσείκαστος Medium diacritics: δυσείκαστος Low diacritics: δυσείκαστος Capitals: ΔΥΣΕΙΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dyseíkastos Transliteration B: dyseikastos Transliteration C: dyseikastos Beta Code: dusei/kastos

English (LSJ)

ον, hard to make out, of Thucydides' style, D.H. Lys.4, cf. Luc.Icar.4.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.Lys.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.Th.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.Icar.4.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu errathen, καὶ ἀσαφής Dion. Hal. de Lys. 4, u. öfter; Suid. auch = schlecht abgebildet.

Greek (Liddell-Scott)

δυσείκαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἰκάσῃ τις, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 4, κτλ. 2) κακῶς, ἀπρεπῶς εἰκασθείς, Σουΐδ.

Greek Monolingual

δυσείκαστος, -ον (Α)
αυτός που είναι δύσκολο να εικασθεί
2. εκείνος για τον οποίο η εικασία αποδείχθηκε εσφαλμένη.