βύσμα: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=bu/sma | |Beta Code=bu/sma | ||
|Definition=ατος, τό, (βύω) [[plug]], [[bung]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.114</span> (pl.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 299</span>; <b class="b3">Στίλπωνος βύσματα</b> Stilpo's [[stoppers]], i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, <span class="bibl">Diph.23</span>. | |Definition=ατος, τό, (βύω) [[plug]], [[bung]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.114</span> (pl.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 299</span>; <b class="b3">Στίλπωνος βύσματα</b> Stilpo's [[stoppers]], i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, <span class="bibl">Diph.23</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[tapón]], [[bitoque]] de recipientes para líquidos β. καὶ [[γευστήριον]] Ar.<i>Fr</i>.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.<i>Mul</i>.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.<i>Steril</i>.222<br /><b class="num">•</b>fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón</i> argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βύσμα''': τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2. | |lstext='''βύσμα''': τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (βύω) plug, bung, Hp.Mul.2.114 (pl.), Ar.Fr. 299; Στίλπωνος βύσματα Stilpo's stoppers, i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
tapón, bitoque de recipientes para líquidos β. καὶ γευστήριον Ar.Fr.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.Mul.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.Steril.222
•fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A.
German (Pape)
[Seite 468] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
βύσμα: τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2.
Greek Monolingual
το (AM βύσμα) βύω
νεοελλ.
1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα
2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην υποδοχή
(αρχ. -μσν.) η απόφραξη, το φράξιμο.
Russian (Dvoretsky)
βύσμα: ατος τό затычка, пробка Arph.