αἰσχροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ai)sxropreph/s
|Beta Code=ai)sxropreph/s
|Definition=ές, [[of hideous appearance]], Sch.<span class="bibl">E. <span class="title">Hipp.</span>75</span>; [[falsa lectio|f.l.]] for [[-επής]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>80</span>.
|Definition=ές, [[of hideous appearance]], Sch.<span class="bibl">E. <span class="title">Hipp.</span>75</span>; [[falsa lectio|f.l.]] for [[-επής]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>80</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto feo]] ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.<i>Hipp</i>.75.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aborrecible]], [[execrable]] αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ [[γοῦν]] τὸ ἔλαττον δαιμόνων <i>A.Mart</i>.7.16.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰσχροπρεπής''': -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, [[αἰσχρολόγος]], Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. [[εἶναι]] αἰσχροεπής.
|lstext='''αἰσχροπρεπής''': -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, [[αἰσχρολόγος]], Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. [[εἶναι]] αἰσχροεπής.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto feo]] ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.<i>Hipp</i>.75.<br /><b class="num">2</b> fig. [[aborrecible]], [[execrable]] αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ [[γοῦν]] τὸ ἔλαττον δαιμόνων <i>A.Mart</i>.7.16.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰσχροπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]].
|mltxt=[[αἰσχροπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχροπρεπής Medium diacritics: αἰσχροπρεπής Low diacritics: αισχροπρεπής Capitals: ΑΙΣΧΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: aischroprepḗs Transliteration B: aischroprepēs Transliteration C: aischroprepis Beta Code: ai)sxropreph/s

English (LSJ)

ές, of hideous appearance, Sch.E. Hipp.75; f.l. for -επής, Ael.Fr.80.

Spanish (DGE)

-ές
1 de aspecto feo ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.Hipp.75.
2 fig. aborrecible, execrable αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ γοῦν τὸ ἔλαττον δαιμόνων A.Mart.7.16.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχροπρεπής: -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, αἰσχρολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. εἶναι αἰσχροεπής.

Greek Monolingual

αἰσχροπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -πρεπὴς < πρέπω.