ἀμμόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)mmo/dromos
|Beta Code=a)mmo/dromos
|Definition=ὁ, [[sandy place for racing]], AB208.
|Definition=ὁ, [[sandy place for racing]], AB208.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[pista arenosa para carreras]], <i>AB</i> 208.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμμόδρομος''': ὁ, [[ἀμμώδης]] [[τόπος]] πρὸς ἱπποδρομίαν, Α. Β. 208.
|lstext='''ἀμμόδρομος''': ὁ, [[ἀμμώδης]] [[τόπος]] πρὸς ἱπποδρομίαν, Α. Β. 208.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[pista arenosa para carreras]], <i>AB</i> 208.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμμόδρομος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]] [[επάνω]] σε αμμώδες [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]].
|mltxt=[[ἀμμόδρομος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]] [[επάνω]] σε αμμώδες [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμόδρομος Medium diacritics: ἀμμόδρομος Low diacritics: αμμόδρομος Capitals: ΑΜΜΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: ammódromos Transliteration B: ammodromos Transliteration C: ammodromos Beta Code: a)mmo/dromos

English (LSJ)

ὁ, sandy place for racing, AB208.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pista arenosa para carreras, AB 208.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ, Sand-Rennbahn, B. A. 208.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμόδρομος: ὁ, ἀμμώδης τόπος πρὸς ἱπποδρομίαν, Α. Β. 208.

Greek Monolingual

ἀμμόδρομος, ο (Α)
1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος
2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος.