ἀνάμπυξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)na/mpuc | |Beta Code=a)na/mpuc | ||
|Definition=ῠκος, ὁ, ἡ, [[without head-band]] or [[fillet]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Cer.</span>124</span>. | |Definition=ῠκος, ὁ, ἡ, [[without head-band]] or [[fillet]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Cer.</span>124</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῠκος<br />[[sin diadema]] Call.<i>Cer</i>.124, [[Γόργη]] Nonn.<i>D</i>.29.266. • DMic.: <i>a-na-pu-ke</i>. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάμπυξ''': -υκος, ὁ, ἡ, [[ἄνευ]] ἄμπυκος, κεφαλοδέσμου, ταινίας Καλλ. εἰς Δημ. 124. | |lstext='''ἀνάμπυξ''': -υκος, ὁ, ἡ, [[ἄνευ]] ἄμπυκος, κεφαλοδέσμου, ταινίας Καλλ. εἰς Δημ. 124. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάμπυξ]] (-υκος), ο, η (Α) [[ἄμπυξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φοράει άμπυκα, δηλ. κεφαλόδεσμο, που έχει λυτά τα μαλλιά του<br /><b>2.</b> στη Μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] της Πύλου, προσδιορίζει χαλινάρια και σημαίνει «[[χωρίς]] προμετωπίδιο». (Μυκην. γρ. <i>a</i>-<i>na</i>-<i>pu</i>-<i>ke</i>). | |mltxt=[[ἀνάμπυξ]] (-υκος), ο, η (Α) [[ἄμπυξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φοράει άμπυκα, δηλ. κεφαλόδεσμο, που έχει λυτά τα μαλλιά του<br /><b>2.</b> στη Μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] της Πύλου, προσδιορίζει χαλινάρια και σημαίνει «[[χωρίς]] προμετωπίδιο». (Μυκην. γρ. <i>a</i>-<i>na</i>-<i>pu</i>-<i>ke</i>). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ῠκος, ὁ, ἡ, without head-band or fillet, Call.Cer.124.
Spanish (DGE)
-ῠκος
sin diadema Call.Cer.124, Γόργη Nonn.D.29.266. • DMic.: a-na-pu-ke.
German (Pape)
[Seite 198] υκος, ohne Hauptbinde, Callim. Cer. 125.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμπυξ: -υκος, ὁ, ἡ, ἄνευ ἄμπυκος, κεφαλοδέσμου, ταινίας Καλλ. εἰς Δημ. 124.
Greek Monolingual
ἀνάμπυξ (-υκος), ο, η (Α) ἄμπυξ
1. αυτός που δεν φοράει άμπυκα, δηλ. κεφαλόδεσμο, που έχει λυτά τα μαλλιά του
2. στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα της Πύλου, προσδιορίζει χαλινάρια και σημαίνει «χωρίς προμετωπίδιο». (Μυκην. γρ. a-na-pu-ke).