ἀναβάσιον: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anavasion
|Transliteration C=anavasion
|Beta Code=a)naba/sion
|Beta Code=a)naba/sion
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἵππουρις]], Dsc.4.46 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀνάβασις]], and so Ps.-Dsc. l.c.).</span>
|Definition=τό, = [[ἵππουρις]], Dsc.4.46 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀνάβασις]], and so Ps.-Dsc. [[l.c.]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό bot. [[equiseto]], [[Equisetum]] sp., Dsc.4.46.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναβάσιον''': τό, = [[ἀνάβασις]], «ἀνῆλθε διὰ τοῦ ἀναβασίου... εἰς τὰ [[κατηχούμενα]] τῆς ἐκκλησίας» Θεοφάν. ― [[φυτόν]] τι παρὰ Διοσκ. (νόθ.) 4. 46· ἄλλως [[ἵππουρις]].
|lstext='''ἀναβάσιον''': τό, = [[ἀνάβασις]], «ἀνῆλθε διὰ τοῦ ἀναβασίου... εἰς τὰ [[κατηχούμενα]] τῆς ἐκκλησίας» Θεοφάν. ― [[φυτόν]] τι παρὰ Διοσκ. (νόθ.) 4. 46· ἄλλως [[ἵππουρις]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό bot. [[equiseto]], [[Equisetum]] sp., Dsc.4.46.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναβάσιον]], το (Μ) [[ἀνάβασις]]<br />σκαλιά που οδηγούν [[επάνω]] σε έναν [[τόπο]] (αντίθ. [[καταβάσιον]]).
|mltxt=[[ἀναβάσιον]], το (Μ) [[ἀνάβασις]]<br />σκαλιά που οδηγούν [[επάνω]] σε έναν [[τόπο]] (αντίθ. [[καταβάσιον]]).
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβάσιον Medium diacritics: ἀναβάσιον Low diacritics: αναβάσιον Capitals: ΑΝΑΒΑΣΙΟΝ
Transliteration A: anabásion Transliteration B: anabasion Transliteration C: anavasion Beta Code: a)naba/sion

English (LSJ)

τό, = ἵππουρις, Dsc.4.46 (v.l. ἀνάβασις, and so Ps.-Dsc. l.c.).

Spanish (DGE)

-ου, τό bot. equiseto, Equisetum sp., Dsc.4.46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβάσιον: τό, = ἀνάβασις, «ἀνῆλθε διὰ τοῦ ἀναβασίου... εἰς τὰ κατηχούμενα τῆς ἐκκλησίας» Θεοφάν. ― φυτόν τι παρὰ Διοσκ. (νόθ.) 4. 46· ἄλλως ἵππουρις.

Greek Monolingual

ἀναβάσιον, το (Μ) ἀνάβασις
σκαλιά που οδηγούν επάνω σε έναν τόπο (αντίθ. καταβάσιον).