ἀχειροτόνητος: Difference between revisions
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)xeiroto/nhtos | |Beta Code=a)xeiroto/nhtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not elected]], D.19 Arg.ii 13. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[not granted by vote]], τιμή <span class="bibl">Max.Tyr.12.5</span>.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not elected]], D.19 Arg.ii 13. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[not granted by vote]], τιμή <span class="bibl">Max.Tyr.12.5</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no elegido por votación]] D.19 argumen.2.13.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no tiene jurisdicción]] οὐκ ἵνα ἀ. ἐπιπηδοίη τῇ τῶν ὑπηκόων ἀρχῇ Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.784A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχειροτόνητος''': -ον, μὴ ἐκλεχθείς, Γραμμ. 2) μὴ χειροτονηθείς, Ἐκκλ. | |lstext='''ἀχειροτόνητος''': -ον, μὴ ἐκλεχθείς, Γραμμ. 2) μὴ χειροτονηθείς, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A not elected, D.19 Arg.ii 13. II not granted by vote, τιμή Max.Tyr.12.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 no elegido por votación D.19 argumen.2.13.
2 fig. que no tiene jurisdicción οὐκ ἵνα ἀ. ἐπιπηδοίη τῇ τῶν ὑπηκόων ἀρχῇ Isid.Pel.Ep.M.78.784A.
German (Pape)
[Seite 417] nicht (durch Handaufheben) erwählt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχειροτόνητος: -ον, μὴ ἐκλεχθείς, Γραμμ. 2) μὴ χειροτονηθείς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχειροτόνητος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειροτονηθεί
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει φάει ξύλο, ο άδαρτος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει εκλεγεί με χειροτονία, ανάταση του χεριού
2. (για αξιώματα) εκείνος που δεν έχει αποδοθεί με ψηφοφορία.
Russian (Dvoretsky)
ἀχειροτόνητος: не избранный (поднятием рук) (arg. ad Dem.).