Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφθώδης: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)fqw/dhs
|Beta Code=a)fqw/dhs
|Definition=ες, [[suffering from]] ἄφθαι, στόματα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>3.3</span>.
|Definition=ες, [[suffering from]] ἄφθαι, στόματα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>3.3</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[que padece ulceraciones]] e.d. [[que tiene aftas]], [[aftoso]] στόματα ἀφθώδεα Hp.<i>Epid</i>.3.3, cf. <i>Coac</i>.533, ῥεύματα ἀφθώδεα Hp.<i>Coac</i>.504, 518, 528, πρὸς ἕλκη καὶ τὰ ἀφθώδη Crit.Hist. en Gal.12.933.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ἄφθας, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083.
|lstext='''ἀφθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ἄφθας, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[que padece ulceraciones]] e.d. [[que tiene aftas]], [[aftoso]] στόματα ἀφθώδεα Hp.<i>Epid</i>.3.3, cf. <i>Coac</i>.533, ῥεύματα ἀφθώδεα Hp.<i>Coac</i>.504, 518, 528, πρὸς ἕλκη καὶ τὰ ἀφθώδη Crit.Hist. en Gal.12.933.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἀφθώδης]], -ες) [[άφθα]]<br />αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες [[στόμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[αφθώδης]] [[πυρετός]]» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, [[ήμερα]] και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο [[στόμα]], στον μαστό και στα [[άκρα]].
|mltxt=-ες (Α [[ἀφθώδης]], -ες) [[άφθα]]<br />αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες [[στόμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[αφθώδης]] [[πυρετός]]» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, [[ήμερα]] και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο [[στόμα]], στον μαστό και στα [[άκρα]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφθώδης Medium diacritics: ἀφθώδης Low diacritics: αφθώδης Capitals: ΑΦΘΩΔΗΣ
Transliteration A: aphthṓdēs Transliteration B: aphthōdēs Transliteration C: afthodis Beta Code: a)fqw/dhs

English (LSJ)

ες, suffering from ἄφθαι, στόματα Hp.Epid.3.3.

Spanish (DGE)

-ες
que padece ulceraciones e.d. que tiene aftas, aftoso στόματα ἀφθώδεα Hp.Epid.3.3, cf. Coac.533, ῥεύματα ἀφθώδεα Hp.Coac.504, 518, 528, πρὸς ἕλκη καὶ τὰ ἀφθώδη Crit.Hist. en Gal.12.933.

German (Pape)

[Seite 410] ες, mit dem Ausschlag ἄφθα behaftet, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφθώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ἄφθας, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀφθώδης, -ες) άφθα
αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες στόμα»)
νεοελλ.
φρ. «αφθώδης πυρετός» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, ήμερα και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο στόμα, στον μαστό και στα άκρα.