ἁμιλλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a(millhtiko/s
|Beta Code=a(millhtiko/s
|Definition=ή, όν, of or for [[contest]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span> 225a</span>.
|Definition=ή, όν, of or for [[contest]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span> 225a</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[opuesto]], [[enfrentado]] προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Dam.<i>Fr</i>.278a<br /><b class="num">•</b>τὸ ἁ. [[la rivalidad]] op. [[τὸ μαχητικόν]] Pl.<i>Sph</i>.225a.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμιλλητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἀγῶνα, Πλάτ. Σοφ. 225Α.
|lstext='''ἁμιλλητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἀγῶνα, Πλάτ. Σοφ. 225Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[opuesto]], [[enfrentado]] προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Dam.<i>Fr</i>.278a<br /><b class="num">•</b>τὸ ἁ. [[la rivalidad]] op. [[τὸ μαχητικόν]] Pl.<i>Sph</i>.225a.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμιλλητικός Medium diacritics: ἁμιλλητικός Low diacritics: αμιλλητικός Capitals: ΑΜΙΛΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hamillētikós Transliteration B: hamillētikos Transliteration C: amillitikos Beta Code: a(millhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for contest, Pl.Sph. 225a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
opuesto, enfrentado προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Dam.Fr.278a
τὸ ἁ. la rivalidad op. τὸ μαχητικόν Pl.Sph.225a.

German (Pape)

[Seite 125] zum Wettkampfe gehörig, Plat. Soph. 225 a, dem μαχητικός entggstzt.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμιλλητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀγῶνα, Πλάτ. Σοφ. 225Α.

Greek Monolingual

ἁμιλλητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. -τικός].

Russian (Dvoretsky)

ἁμιλλητικός: (ᾰμ) состязательный (γένος Plat.).