ἐγκύκλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)gku/klhma
|Beta Code=e)gku/klhma
|Definition=ατος, τό (v. [[ἐκκύκλημα]]); but, <span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἐγκυκλήματα]], [[τά]], [[movable property]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Oec.</span>1346a13</span>.</span>
|Definition=ατος, τό (v. [[ἐκκύκλημα]]); but, <span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἐγκυκλήματα]], [[τά]], [[movable property]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Oec.</span>1346a13</span>.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> plu. [[actividades periódicas o cíclicas]] δευτέρα δὲ ἡ (πρόσοδος) ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arist.<i>Oec</i>.1346<sup>a</sup>13.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἐκκύκλημα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκύκλημα''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[ἐκκύκλημα]])· [[ἀλλά]]. ΙΙ. τά ἐγκυκλήματα ἐν Ἀριστ. Οἰκον. 2. 1, 8, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσωπικὴν περιουσίαν.
|lstext='''ἐγκύκλημα''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[ἐκκύκλημα]])· [[ἀλλά]]. ΙΙ. τά ἐγκυκλήματα ἐν Ἀριστ. Οἰκον. 2. 1, 8, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσωπικὴν περιουσίαν.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> plu. [[actividades periódicas o cíclicas]] δευτέρα δὲ ἡ (πρόσοδος) ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arist.<i>Oec</i>.1346<sup>a</sup>13.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἐκκύκλημα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκύκλημα Medium diacritics: ἐγκύκλημα Low diacritics: εγκύκλημα Capitals: ΕΓΚΥΚΛΗΜΑ
Transliteration A: enkýklēma Transliteration B: enkyklēma Transliteration C: egkyklima Beta Code: e)gku/klhma

English (LSJ)

ατος, τό (v. ἐκκύκλημα); but, II ἐγκυκλήματα, τά, movable property, Arist. Oec.1346a13.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 plu. actividades periódicas o cíclicas δευτέρα δὲ ἡ (πρόσοδος) ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arist.Oec.1346a13.
2 v. ἐκκύκλημα.

German (Pape)

[Seite 711] τό, s. ἐκκύκλημα; τὰ ἐγκ., = τὰ ἐγκύκλια, Arist. Oec. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκύκλημα: τό, (ἴδε ἐν λ. ἐκκύκλημαἀλλά. ΙΙ. τά ἐγκυκλήματα ἐν Ἀριστ. Οἰκον. 2. 1, 8, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσωπικὴν περιουσίαν.

Greek Monolingual

ἐγκύκλημα, το (Α)
1. εκκύκλημα
2. στον πληθ. κινητή περιουσία.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκύκλημα: ατος τό круг, область: πρόσοδος ἡ ἀπὸ γῆς (καὶ) ἡ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arst. доходы с земли и с прочих отраслей (хозяйства).