ἐμφόρβιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)mfo/rbios
|Beta Code=e)mfo/rbios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[eating away]], [[consuming]], τινός <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>629</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἐμφόρβιον]], [[τό]], [[pasture-money]], Hsch.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[eating away]], [[consuming]], τινός <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>629</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἐμφόρβιον]], [[τό]], [[pasture-money]], Hsch.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que amordaza]], [[que somete]] στρομβεῖα ... ἐμφόρβια νούσου píldoras que amordazan la enfermedad</i> Nic.<i>Th</i>.629.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμφόρβιος''': -ον, καταβιβρώσκων, καταναλίσκων, τινος Νικ. Θ. 629· ἐμφόρβιον· «τελώνημα» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐμφόρβιος''': -ον, καταβιβρώσκων, καταναλίσκων, τινος Νικ. Θ. 629· ἐμφόρβιον· «τελώνημα» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que amordaza]], [[que somete]] στρομβεῖα ... ἐμφόρβια νούσου píldoras que amordazan la enfermedad</i> Nic.<i>Th</i>.629.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμφόρβιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμφόρβιον</i><br />[[τέλος]] που καταβαλλόταν για τη [[νομή]], τη [[βοσκή]].
|mltxt=[[ἐμφόρβιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμφόρβιον</i><br />[[τέλος]] που καταβαλλόταν για τη [[νομή]], τη [[βοσκή]].
}}
}}

Revision as of 15:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφόρβιος Medium diacritics: ἐμφόρβιος Low diacritics: εμφόρβιος Capitals: ΕΜΦΟΡΒΙΟΣ
Transliteration A: emphórbios Transliteration B: emphorbios Transliteration C: emforvios Beta Code: e)mfo/rbios

English (LSJ)

ον, A eating away, consuming, τινός Nic.Th.629. II ἐμφόρβιον, τό, pasture-money, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
que amordaza, que somete στρομβεῖα ... ἐμφόρβια νούσου píldoras que amordazan la enfermedad Nic.Th.629.

German (Pape)

[Seite 820] abweidend, abzehrend, Nic. Th. 629; τὸ ἐμφ., das Triftgeld, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφόρβιος: -ον, καταβιβρώσκων, καταναλίσκων, τινος Νικ. Θ. 629· ἐμφόρβιον· «τελώνημα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐμφόρβιος, -ον (Α)
1. αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφόρβιον
τέλος που καταβαλλόταν για τη νομή, τη βοσκή.