ἐμπεριπείρω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)mperipei/rw
|Beta Code=e)mperipei/rw
|Definition=[[impale upon]]:—Pass., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις <span class="bibl">Str.17.1.8</span> (prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[περιπ-]]).
|Definition=[[impale upon]]:—Pass., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις <span class="bibl">Str.17.1.8</span> (prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[περιπ-]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[empalar]] en v. pas. ἀπέθανεν ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπεριπείρω''': [[πανταχόθεν]] ἐμπήγω, διατρυπῶ, παθ., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Στράβων 794· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν [[γραπτέον]] περιπαρείς.
|lstext='''ἐμπεριπείρω''': [[πανταχόθεν]] ἐμπήγω, διατρυπῶ, παθ., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Στράβων 794· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν [[γραπτέον]] περιπαρείς.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[empalar]] en v. pas. ἀπέθανεν ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπεριπείρω]] (Α)<br />[[διατρυπώ]] απ' όλες τις πλευρές.
|mltxt=[[ἐμπεριπείρω]] (Α)<br />[[διατρυπώ]] απ' όλες τις πλευρές.
}}
}}

Revision as of 15:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριπείρω Medium diacritics: ἐμπεριπείρω Low diacritics: εμπεριπείρω Capitals: ΕΜΠΕΡΙΠΕΙΡΩ
Transliteration A: emperipeírō Transliteration B: emperipeirō Transliteration C: emperipeiro Beta Code: e)mperipei/rw

English (LSJ)

impale upon:—Pass., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8 (prob. f.l. for περιπ-).

Spanish (DGE)

empalar en v. pas. ἀπέθανεν ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8.

German (Pape)

[Seite 812] von allen Seiten durchstechen, ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Strab. XVII, 794.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριπείρω: πανταχόθεν ἐμπήγω, διατρυπῶ, παθ., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Στράβων 794· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν γραπτέον περιπαρείς.

Greek Monolingual

ἐμπεριπείρω (Α)
διατρυπώ απ' όλες τις πλευρές.