ἐνδιήκω: Difference between revisions

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ndih/kw
|Beta Code=e)ndih/kw
|Definition=[[pervade]], as the essence pervades the individuals of a class, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>8.41</span>.
|Definition=[[pervade]], as the essence pervades the individuals of a class, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>8.41</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=fil. [[penetrar]], [[traspasar]], [[extenderse]] ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου <i>Placit</i>.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.<i>M</i>.8.41.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδιήκω''': [[διήκω]] ἔν τινι, εἰσχωρῶ, [[διέρχομαι]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 41.
|lstext='''ἐνδιήκω''': [[διήκω]] ἔν τινι, εἰσχωρῶ, [[διέρχομαι]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 41.
}}
{{DGE
|dgtxt=fil. [[penetrar]], [[traspasar]], [[extenderse]] ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου <i>Placit</i>.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.<i>M</i>.8.41.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιήκω Medium diacritics: ἐνδιήκω Low diacritics: ενδιήκω Capitals: ΕΝΔΙΗΚΩ
Transliteration A: endiḗkō Transliteration B: endiēkō Transliteration C: endiiko Beta Code: e)ndih/kw

English (LSJ)

pervade, as the essence pervades the individuals of a class, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E. M.8.41.

Spanish (DGE)

fil. penetrar, traspasar, extenderse ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου Placit.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.M.8.41.

German (Pape)

[Seite 834] sich hindurch erstrecken, darin sein, gezt. Emp. adv. math. 8, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιήκω: διήκω ἔν τινι, εἰσχωρῶ, διέρχομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 41.

Greek Monolingual

ἐνδιήκω (Α)
εκτείνομαι ανάμεσα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιήκω: проходить насквозь: αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες Sext. общности, которыми пронизаны единичные предметы.