ἔκρηξις: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)/krhcis | |Beta Code=e)/krhcis | ||
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[breaking out]], [[discharge]], Hp.<span class="title">Steril.</span>213; [[bursting]] of an [[abscess]], <span class="title">Hippiatr.</span> 20, al.; <b class="b3">ἔκρηξις τοῦ ὕδατος</b> Sch.<span class="bibl">Theoc.7.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[bursting asunder]], τοῦ νέφους <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>395a15</span>.</span> | |Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[breaking out]], [[discharge]], Hp.<span class="title">Steril.</span>213; [[bursting]] of an [[abscess]], <span class="title">Hippiatr.</span> 20, al.; <b class="b3">ἔκρηξις τοῦ ὕδατος</b> Sch.<span class="bibl">Theoc.7.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[bursting asunder]], τοῦ νέφους <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>395a15</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[descarga]], [[salida]] τῶν καταμηνίων Hp.<i>Steril</i>.213, ὕδατος Sch.Theoc.7.5-9o<br /><b class="num">•</b>[[reventón]] de un absceso <i>Hippiatr</i>.20.1, 96.3.<br /><b class="num">2</b> [[desgarrón]] τοῦ νέφους Arist.<i>Mu</i>.395<sup>a</sup>15. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκρηξις''': -εως, ἡ, [[διάρρηξις]], Ἱππ. 675. 49· ἔκρ. τῆς πηγῆς Σχόλ. Θεοκρ. 7. 5· πρβλ. [[ἐκραγή]]. ΙΙ. [[διάρρηξις]] εἰς δύο, τοῦ νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 18. | |lstext='''ἔκρηξις''': -εως, ἡ, [[διάρρηξις]], Ἱππ. 675. 49· ἔκρ. τῆς πηγῆς Σχόλ. Θεοκρ. 7. 5· πρβλ. [[ἐκραγή]]. ΙΙ. [[διάρρηξις]] εἰς δύο, τοῦ νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 18. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:30, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A breaking out, discharge, Hp.Steril.213; bursting of an abscess, Hippiatr. 20, al.; ἔκρηξις τοῦ ὕδατος Sch.Theoc.7.5. II bursting asunder, τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 descarga, salida τῶν καταμηνίων Hp.Steril.213, ὕδατος Sch.Theoc.7.5-9o
•reventón de un absceso Hippiatr.20.1, 96.3.
2 desgarrón τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.
German (Pape)
[Seite 778] ἡ, der Durchbruch, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκρηξις: -εως, ἡ, διάρρηξις, Ἱππ. 675. 49· ἔκρ. τῆς πηγῆς Σχόλ. Θεοκρ. 7. 5· πρβλ. ἐκραγή. ΙΙ. διάρρηξις εἰς δύο, τοῦ νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 18.
Russian (Dvoretsky)
ἔκρηξις: εως ἡ разрыв (τοῦ νέφους Arst.).
Greek Monolingual
η (Α ἔκρηξις)
σπάσιμο, διάρρηξη
νεοελλ.
1. ξαφνική ή ορμητική και με θόρυβο ρήξη, διάσπαση σώματος ή περιβλήματος εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων («έκρηξη οβίδας, ηφαιστείου, κ.λπ.»)
2. ξαφνική έναρξη σημαντικού ή καταστρεπτικού γεγονότος («έκρηξη κινήματος, επαναστάσεως, πολέμου, πυρκαγιάς»)
αρχ.
1. σπάσιμο
2. (ιατρ. για απόστημα) άνοιγμα
3. «έκρηξις ύδατος» — η ανάβρυση, ο τόπος όπου αναβρύζει το νερό
4. σχίσιμο στα δύο («έκρηξις του νέφους»).