θηράσιμος: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui peut être poursuivi, recherché.<br />'''Étymologie:''' [[θηράω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηράσιμος''': -ᾱ, -ον, ([[θηράω]]) ὃν δύναταί τις νὰ θηρεύσῃ, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858. | |lstext='''θηράσιμος''': -ᾱ, -ον, ([[θηράω]]) ὃν δύναταί τις νὰ θηρεύσῃ, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:58, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾱ], ον, to be hunted down, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους A.Pr.858.
German (Pape)
[Seite 1209] ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui peut être poursuivi, recherché.
Étymologie: θηράω.
Greek (Liddell-Scott)
θηράσιμος: -ᾱ, -ον, (θηράω) ὃν δύναταί τις νὰ θηρεύσῃ, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858.
Greek Monolingual
θηράσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ' ευθείας < θήρα.
Greek Monotonic
θηράσιμος: [ᾱ], ον (θηράω), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θηράσιμος: (ᾱ) достижимый, осуществимый: οὐ θηράσιμοι γάμοι Aesch. невозможный брак.