δημοχαριστής: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />courtisan du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[χαρίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δημοχᾰριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς [[δημοχαριστής]], Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)
|lstext='''δημοχᾰριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς [[δημοχαριστής]], Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />courtisan du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[χαρίζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοχᾰριστής Medium diacritics: δημοχαριστής Low diacritics: δημοχαριστής Capitals: ΔΗΜΟΧΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: dēmocharistḗs Transliteration B: dēmocharistēs Transliteration C: dimocharistis Beta Code: dhmoxaristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, mob-courtier, E.Hec.132 (anap.).

Spanish (DGE)

(δημοχᾰριστής) -οῦ, ὁ
adulador del pueblo Λαερτιάδης E.Hec.132, cf. Eust.201.24, 221.9, 737.45.

German (Pape)

[Seite 565] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courtisan du peuple.
Étymologie: δῆμος, χαρίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς δημοχαριστής, Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)

Greek Monolingual

δημοχαριστής, ο (Α)
αυτός που χαρίζεται στον λαό, που τον κολακεύει.

Greek Monotonic

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ (χαρίζομαι), κόλακας του λαού, δημοκόλακας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δημοχᾰριστής: ου adj. m льстящий народу, вкрадчивый (Λαερτιάδης Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοχαριστής -οῦ, ὁ [δῆμος, χαρίζομαι] vleier van het volk.

Middle Liddell

χαρίζομαι
a mob-courtier, Eur.