Κλῶθες: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*klw=qes | |Beta Code=*klw=qes | ||
|Definition=ων, αἱ, [[Spinners]], name of the [[Goddesses of fate]], πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ <span class="bibl">Od.7.197</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[Κατακλῶθες]]: [[varia lectio|v.l.]] ap.Eust. <b class="b3">ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα</b>, with next line omitted). | |Definition=ων, αἱ, [[Spinners]], name of the [[Goddesses of fate]], πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ <span class="bibl">Od.7.197</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[Κατακλῶθες]]: [[varia lectio|v.l.]] ap.Eust. <b class="b3">ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα</b>, with next line omitted). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br />les Fileuses, <i>divinités qui filent la trame de la vie des hommes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλώθω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κλῶθες''': -αἱ, ἀντὶ Κλωθοί, αἱ κλώθουσαι, [[ὄνομα]] τῶν Μοιρῶν, πείσεται ἅσσα οἱ [[Αἶσα]] κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γειναμένῳ νήσαντο λίνῳ (πρβλ. [[Κλωθώ]]) Ὀδ. Η. 197· [[ἔνθα]] κοινῶς: Κατακλῶθες· ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἅσσα οἱ [[Αἶσα]] κατακλώθῃσι βαρεῖα, παραλειπομένου τοῦ ἑπομένου στίχου, [[ὅπερ]] συμφωνεῖ [[κάλλιον]] πρὸς τὸ ἐν Ἰλ. Υ. 127., Ω. 210. | |lstext='''Κλῶθες''': -αἱ, ἀντὶ Κλωθοί, αἱ κλώθουσαι, [[ὄνομα]] τῶν Μοιρῶν, πείσεται ἅσσα οἱ [[Αἶσα]] κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γειναμένῳ νήσαντο λίνῳ (πρβλ. [[Κλωθώ]]) Ὀδ. Η. 197· [[ἔνθα]] κοινῶς: Κατακλῶθες· ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἅσσα οἱ [[Αἶσα]] κατακλώθῃσι βαρεῖα, παραλειπομένου τοῦ ἑπομένου στίχου, [[ὅπερ]] συμφωνεῖ [[κάλλιον]] πρὸς τὸ ἐν Ἰλ. Υ. 127., Ω. 210. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ων, αἱ, Spinners, name of the Goddesses of fate, πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ Od.7.197 (v.l. Κατακλῶθες: v.l. ap.Eust. ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα, with next line omitted).
French (Bailly abrégé)
ων (αἱ) :
les Fileuses, divinités qui filent la trame de la vie des hommes.
Étymologie: κλώθω.
Greek (Liddell-Scott)
Κλῶθες: -αἱ, ἀντὶ Κλωθοί, αἱ κλώθουσαι, ὄνομα τῶν Μοιρῶν, πείσεται ἅσσα οἱ Αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι γειναμένῳ νήσαντο λίνῳ (πρβλ. Κλωθώ) Ὀδ. Η. 197· ἔνθα κοινῶς: Κατακλῶθες· ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἅσσα οἱ Αἶσα κατακλώθῃσι βαρεῖα, παραλειπομένου τοῦ ἑπομένου στίχου, ὅπερ συμφωνεῖ κάλλιον πρὸς τὸ ἐν Ἰλ. Υ. 127., Ω. 210.
English (Autenrieth)
the ‘Spinsters,’ i. e. the Fates, Od. 7.197†.
Greek Monotonic
Κλῶθες: -ων, αἱ, οι Κλωθούσες, όνομα των Μοιρών ή των θεοτήτων της Τύχης, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
Κλῶθες: αἱ Пряхи, т. е. Μοῖραι Hom.
Middle Liddell
the spinners, a name of the Parcae or goddesses of fate, Od.