εὐόνειρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1085.png Seite 1085]] leicht träumend, Strab. XVI, 761; mit guten Träumen, νύξ, Hel. 3, 5; τὰ εὐόνειρα, gute Träume, Plut. prof. virtut. sent. p. 262.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1085.png Seite 1085]] leicht träumend, Strab. XVI, 761; mit guten Träumen, νύξ, Hel. 3, 5; τὰ εὐόνειρα, gute Träume, Plut. prof. virtut. sent. p. 262.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄνειρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐόνειρος''': -ον, ὁ βλέπων εὐχάριστα ὄνειρα, Στράβ. 761· φέρων εὐχάριστα ὄνειρα, νὺξ Ἡλιόδ. 3. 5· τὰ εὐ., εὐχάριστα ὄνειρα, Πλούτ. 2. 83D.
|lstext='''εὐόνειρος''': -ον, ὁ βλέπων εὐχάριστα ὄνειρα, Στράβ. 761· φέρων εὐχάριστα ὄνειρα, νὺξ Ἡλιόδ. 3. 5· τὰ εὐ., εὐχάριστα ὄνειρα, Πλούτ. 2. 83D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄνειρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐόνειρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν [[νύκτα]]», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόνειρον</i><br />το ευχάριστο όνειρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνειρος</i> / <i>όνειρον</i>].
|mltxt=[[εὐόνειρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν [[νύκτα]]», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόνειρον</i><br />το ευχάριστο όνειρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνειρος</i> / <i>όνειρον</i>].
}}
}}

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόνειρος Medium diacritics: εὐόνειρος Low diacritics: ευόνειρος Capitals: ΕΥΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: euóneiros Transliteration B: euoneiros Transliteration C: evoneiros Beta Code: eu)o/neiros

English (LSJ)

ον, having auspicious dreams, Str. 16.2.35; bringing such dreams, νύξ Hld.3.5; εὐ. καὶ ἄλυπα, opp. φοβερόν, Plu.2.83d.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht träumend, Strab. XVI, 761; mit guten Träumen, νύξ, Hel. 3, 5; τὰ εὐόνειρα, gute Träume, Plut. prof. virtut. sent. p. 262.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.
Étymologie: εὖ, ὄνειρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόνειρος: -ον, ὁ βλέπων εὐχάριστα ὄνειρα, Στράβ. 761· φέρων εὐχάριστα ὄνειρα, νὺξ Ἡλιόδ. 3. 5· τὰ εὐ., εὐχάριστα ὄνειρα, Πλούτ. 2. 83D.

Greek Monolingual

εὐόνειρος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα
2. αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν νύκτα», Ηλιόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόνειρον
το ευχάριστο όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όνειρος / όνειρον].