εὑρετός: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=eu(reto/s | |Beta Code=eu(reto/s | ||
|Definition=ή, όν, [[discoverable]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>1.2</span>; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ <span class="bibl">S. <span class="title">Fr.</span>843</span>; εὑρετὰ ἀνθρώποις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.7.6</span>. | |Definition=ή, όν, [[discoverable]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>1.2</span>; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ <span class="bibl">S. <span class="title">Fr.</span>843</span>; εὑρετὰ ἀνθρώποις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.7.6</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut trouver <i>ou</i> inventer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εὑρίσκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὑρετός''': -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ [[εὑρίσκω]], ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά [[μανθάνω]], τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6. | |lstext='''εὑρετός''': -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ [[εὑρίσκω]], ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά [[μανθάνω]], τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:32, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, discoverable, Hp.Vict.1.2; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ S. Fr.843; εὑρετὰ ἀνθρώποις X.Mem.4.7.6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut trouver ou inventer.
Étymologie: adj. verb. de εὑρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρετός: -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ εὑρίσκω, ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά μανθάνω, τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6.
Greek Monotonic
εὑρετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που μπορεί να βρεθεί, εμφανής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὑρετός: [adj. verb. к εὑρίσκω могущий быть найденным или открытым (τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ᾽ εὑρετὰ ζητῶ Soph. ap. Plut.): εὑρετὰ ἀνθρώποις Xen. доступное человеческому разуму.
Middle Liddell
εὑρετός, ή, όν verb. adj. of εὑρίσκω,]
discoverable, Xen.