εὐεκτικός: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=eu)ektiko/s | |Beta Code=eu)ektiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in good case]], [[healthy]], σώματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>684c</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.84</span>, Gal.6.662; of persons, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1176a15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[conducive to]] [[εὐεξία]], [[wholesome]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>105a31</span>, <span class="bibl"><span class="title">EN</span> 1129a20</span>. Adv. [[εὐεκτικῶς]] Gal.8.106, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>16p.456M.</span>; also glossed by [[σχετικῶς]], Suid.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in good case]], [[healthy]], σώματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>684c</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.84</span>, Gal.6.662; of persons, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1176a15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[conducive to]] [[εὐεξία]], [[wholesome]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>105a31</span>, <span class="bibl"><span class="title">EN</span> 1129a20</span>. Adv. [[εὐεκτικῶς]] Gal.8.106, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>16p.456M.</span>; also glossed by [[σχετικῶς]], Suid.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> bien constitué;<br /><b>2</b> qui rend fort, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ὑγιής, [[εὔρωστος]], σώματα Πλάτ. Νόμ. 684C· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 9, κ. ἀλλ. 2) συντελεστικὸς πρὸς εὐεξίαν, [[ὑγιεινός]], ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3, Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 168. - Καθ’ Ἡσύχ. καὶ Σουίδ. «εὐεκτικῶς· σχετικῶς». | |lstext='''εὐεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ὑγιής, [[εὔρωστος]], σώματα Πλάτ. Νόμ. 684C· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 9, κ. ἀλλ. 2) συντελεστικὸς πρὸς εὐεξίαν, [[ὑγιεινός]], ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3, Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 168. - Καθ’ Ἡσύχ. καὶ Σουίδ. «εὐεκτικῶς· σχετικῶς». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A in good case, healthy, σώματα Pl.Lg.684c, cf. Ph.2.84, Gal.6.662; of persons, Arist.EN 1176a15. 2 conducive to εὐεξία, wholesome, Id.Top.105a31, EN 1129a20. Adv. εὐεκτικῶς Gal.8.106, Hierocl.in CA16p.456M.; also glossed by σχετικῶς, Suid.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 bien constitué;
2 qui rend fort, vigoureux.
Étymologie: εὖ, ἔχω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ὑγιής, εὔρωστος, σώματα Πλάτ. Νόμ. 684C· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 9, κ. ἀλλ. 2) συντελεστικὸς πρὸς εὐεξίαν, ὑγιεινός, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3, Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 168. - Καθ’ Ἡσύχ. καὶ Σουίδ. «εὐεκτικῶς· σχετικῶς».
Greek Monolingual
εὐεκτικός, -ή, -όν (Α) ευέκτης
1. (κυρίως για σώματα) αυτός που έχει καλή υγεία, ο υγιής, ο εύρωστος
2. αυτός που συντελεί στην ευεξία, ο υγιεινός, ο ωφέλιμος
3. ο δεκτικός νέων ιδεών και αντιλήψεων.
επίρρ...
εὐεκτικῶς (ΑΜ)
με καλή υγιεία, με ευρωστία.
Russian (Dvoretsky)
εὐεκτικός:
1) здоровый, крепкий (σώματα Plat., Plut.; σάρξ Arst.);
2) делающий здоровым, придающий, крепость (εὐεκτικὸν τὸ ποιητικὸν εὐεξίας Arst.).