διάπονος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ejercitado]], [[entrenado]] τὸ σῶμα ... διάπονον τῇ ἀσκήσει Plu.<i>Sert</i>.3, cf. <i>Oth</i>.9, κύνες ... αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖν Arr.<i>Cyn</i>.3.6, c. ac. de rel. διάπονοι τὰ σώματα Plu.<i>Mar</i>.26.<br /><b class="num">2</b> [[extenuado]], [[cansado por el esfuerzo]] πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ... μὴ διάπονον ἔχειν τὸ σῶμα Plu.2.135f.<br /><b class="num">3</b> [[producto de la fatiga]] o [[que revela fatiga]] φόβου μεστὸς καὶ ἱδρῶτος διαπόνου Plu.2.498b.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[con mucho esfuerzo]] δ. δεχόμενος τὰς μαθήσεις Plu.<i>Fab</i>.1. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ejercitado]], [[entrenado]] τὸ σῶμα ... διάπονον τῇ ἀσκήσει Plu.<i>Sert</i>.3, cf. <i>Oth</i>.9, κύνες ... αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖν Arr.<i>Cyn</i>.3.6, c. ac. de rel. διάπονοι τὰ σώματα Plu.<i>Mar</i>.26.<br /><b class="num">2</b> [[extenuado]], [[cansado por el esfuerzo]] πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ... μὴ διάπονον ἔχειν τὸ σῶμα Plu.2.135f.<br /><b class="num">3</b> [[producto de la fatiga]] o [[que revela fatiga]] φόβου μεστὸς καὶ ἱδρῶτος διαπόνου Plu.2.498b.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[con mucho esfuerzo]] δ. δεχόμενος τὰς μαθήσεις Plu.<i>Fab</i>.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> exercé à la fatigue;<br /><b>2</b> exercé <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πόνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάπονος''': -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, [[ἐπίπονος]], [[κοπιώδης]]. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1. | |lstext='''διάπονος''': -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, [[ἐπίπονος]], [[κοπιώδης]]. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:06, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, of persons, A exercised, hardy, δ. τὰ σώματα Plu.Mar.26, al., cf. Onos.1.1. 2 worn out, σῶμα δ. πρός τι Plu.2.135f. II Adv. -νως with labour or toil, Id.Fab.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1ejercitado, entrenado τὸ σῶμα ... διάπονον τῇ ἀσκήσει Plu.Sert.3, cf. Oth.9, κύνες ... αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖν Arr.Cyn.3.6, c. ac. de rel. διάπονοι τὰ σώματα Plu.Mar.26.
2 extenuado, cansado por el esfuerzo πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ... μὴ διάπονον ἔχειν τὸ σῶμα Plu.2.135f.
3 producto de la fatiga o que revela fatiga φόβου μεστὸς καὶ ἱδρῶτος διαπόνου Plu.2.498b.
II adv. -ως con mucho esfuerzo δ. δεχόμενος τὰς μαθήσεις Plu.Fab.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 exercé à la fatigue;
2 exercé en gén.
Étymologie: διά, πόνος.
Greek (Liddell-Scott)
διάπονος: -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. πρός τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, ἐπίπονος, κοπιώδης. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1.
Greek Monotonic
διάπονος: -ον, I. λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος, ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· τι, στον ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός· επίρρ. -νῶς, με μόχθο, επίπονα, κοπιαστικά, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.
Russian (Dvoretsky)
διάπονος: закаленный, приученный (στρατιῶται Plut.): δ. πρός τι Plut. приученный к чему-л.; διάπονοι τὰ σώματα Plut. физически закаленные, выносливые.
Middle Liddell
διά-πονος, ον adj
I. of persons, exercised, Plut.; τι Plut.
II. of things, toilsome:— adv. -νως, with toil, Plut.