δημόκοινος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0563.png Seite 563]] ὁ, = [[δήμιος]], Folterknecht, Henker, Antipho 1, 20; Isocr. 1 5, 17. – Als adj., unter dem Volk gemein, [[θέρμος]] Lycophr. bei Ath. X, 420 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0563.png Seite 563]] ὁ, = [[δήμιος]], Folterknecht, Henker, Antipho 1, 20; Isocr. 1 5, 17. – Als adj., unter dem Volk gemein, [[θέρμος]] Lycophr. bei Ath. X, 420 b.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />exécuteur public, bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κοινός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δημόκοινος''': (ἐνν. [[δοῦλος]]), ὁ,= [[δήμιος]] ΙΙ, ὁ ἐκτελῶν τὰς θανατικὰς ποινάς, Σοφ. Ἀποσπ. 869, Ἀντιφῶν 113. 33, Ἰσοκρ. 361D.
|lstext='''δημόκοινος''': (ἐνν. [[δοῦλος]]), ὁ,= [[δήμιος]] ΙΙ, ὁ ἐκτελῶν τὰς θανατικὰς ποινάς, Σοφ. Ἀποσπ. 869, Ἀντιφῶν 113. 33, Ἰσοκρ. 361D.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />exécuteur public, bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[κοινός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόκοινος Medium diacritics: δημόκοινος Low diacritics: δημόκοινος Capitals: ΔΗΜΟΚΟΙΝΟΣ
Transliteration A: dēmókoinos Transliteration B: dēmokoinos Transliteration C: dimokoinos Beta Code: dhmo/koinos

English (LSJ)

(sc. δοῦλος), ὁ, A = δήμιος 11, executioner, S.Fr.780, Antipho 1.20, Isoc.17.15. 2 = πόρνος, Hsch. II as adjective, δημόκοινος, ον, vile, common, of coarse food, Lyc. Trag.2.4.

Spanish (DGE)

-ον
I vulgar, ordinario de una comida, Lyc.Fr.2.9.
II subst. ὁ δ.
1 ejecutor público, verdugo οἷος γὰρ ἡμῶν δ. οἴχεται S.Fr.780, τῷ γὰρ δημοκοίνῳ ... παρεδόθη Antipho 1.20, cf. Isoc.17.15, Plu.2.552f, 828f, Hdn.Philet.195, fig. ἀνδροφόνων καὶ δημοκοίνων θίασος Ph.2.559.
2 puto Hsch.

German (Pape)

[Seite 563] ὁ, = δήμιος, Folterknecht, Henker, Antipho 1, 20; Isocr. 1 5, 17. – Als adj., unter dem Volk gemein, θέρμος Lycophr. bei Ath. X, 420 b.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
exécuteur public, bourreau.
Étymologie: δῆμος, κοινός.

Greek (Liddell-Scott)

δημόκοινος: (ἐνν. δοῦλος), ὁ,= δήμιος ΙΙ, ὁ ἐκτελῶν τὰς θανατικὰς ποινάς, Σοφ. Ἀποσπ. 869, Ἀντιφῶν 113. 33, Ἰσοκρ. 361D.

Greek Monolingual

δημόκοινος, -ον (Α)
1. ο δημόσιος, αυτός που ανήκει στον δήμο
2. (για τρόφιμα) κατώτερης ποιότητας
3. το αρσ. ως ουσ. α) ο δήμιος
β) ο κατ' επάγγελμα κίναιδος.

Russian (Dvoretsky)

δημόκοινος: ὁ Soph., Isocr., Plut. = δήμιος II.