διαγνώμη: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[deliberación]], [[debate]] προθέντας τὴν διαγνώμην [[αὖθις]] περὶ Μυτιληναίων Th.3.42.<br /><b class="num">2</b> [[decreto]], [[resolución]], [[sentencia]], [[veredicto]] τῆς ἐκκλησίας Th.1.87, διαγνώμας ποιεῖσθαι emitir sentencias</i> Th.3.67.<br /><b class="num">3</b> medic. [[diagnóstico]] αἱ δὲ ἄλλαι νοῦσοι οὐκ ἔχουσι διαγνώμην ... ἀποφαίνεσθαι Hp.<i>Carn</i>.19.
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[deliberación]], [[debate]] προθέντας τὴν διαγνώμην [[αὖθις]] περὶ Μυτιληναίων Th.3.42.<br /><b class="num">2</b> [[decreto]], [[resolución]], [[sentencia]], [[veredicto]] τῆς ἐκκλησίας Th.1.87, διαγνώμας ποιεῖσθαι emitir sentencias</i> Th.3.67.<br /><b class="num">3</b> medic. [[diagnóstico]] αἱ δὲ ἄλλαι νοῦσοι οὐκ ἔχουσι διαγνώμην ... ἀποφαίνεσθαι Hp.<i>Carn</i>.19.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> délibération;<br /><b>2</b> décision.<br />'''Étymologie:''' [[διαγιγνώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαγνώμη''': ἡ, =[[διάγνωσις]], [[ἀπόφασις]], [[ψήφισμα]], Θουκ. 1. 87· δ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 67· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 3. 42.
|lstext='''διαγνώμη''': ἡ, =[[διάγνωσις]], [[ἀπόφασις]], [[ψήφισμα]], Θουκ. 1. 87· δ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 67· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 3. 42.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> délibération;<br /><b>2</b> décision.<br />'''Étymologie:''' [[διαγιγνώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνώμη Medium diacritics: διαγνώμη Low diacritics: διαγνώμη Capitals: ΔΙΑΓΝΩΜΗ
Transliteration A: diagnṓmē Transliteration B: diagnōmē Transliteration C: diagnomi Beta Code: diagnw/mh

English (LSJ)

ἡ, decree, resolution, Th.1.87; διαγνώμας ποιεῖσθαι Id.3.67; δ. προθεῖναι περί τινος ib.42.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 deliberación, debate προθέντας τὴν διαγνώμην αὖθις περὶ Μυτιληναίων Th.3.42.
2 decreto, resolución, sentencia, veredicto τῆς ἐκκλησίας Th.1.87, διαγνώμας ποιεῖσθαι emitir sentencias Th.3.67.
3 medic. diagnóstico αἱ δὲ ἄλλαι νοῦσοι οὐκ ἔχουσι διαγνώμην ... ἀποφαίνεσθαι Hp.Carn.19.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 délibération;
2 décision.
Étymologie: διαγιγνώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

διαγνώμη: ἡ, =διάγνωσις, ἀπόφασις, ψήφισμα, Θουκ. 1. 87· δ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 67· περί τινος ὁ αὐτ. 3. 42.

Greek Monolingual

διαγνώμη, η (Α)
απόφαση, ψήφισμα.

Greek Monotonic

διαγνώμη: ἡ (διαγιγνώσκω), ψήφισμα, απόφαση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαγνώμη:
1) рассмотрение, обсуждение (περί τινος Thuc.);
2) постановление, определение, решение (τῆς ἐκκλησίας Thuc.): διαγνώμην ποιήσασθαι Thuc. вынести решение.

Middle Liddell

διαγνώμη, ἡ, διαγιγνώσκω
a decree, resolution, Thuc.

English (Woodhouse)

decree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)